παραθαλάσσιος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(3b)
(1ba)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''παραθᾰλάσσιος:''' <b class="num">I</b> атт. παραθᾰλάττιος 3 приморский ([[πόλις]] Her. etc.; γῆ Xen.).<br /><b class="num">[[παραθαλάσσιος]]:</b> <b class="num">II</b> ὁ приморский житель Plut.
|elrutext='''παραθᾰλάσσιος:''' <b class="num">I</b> атт. παραθᾰλάττιος 3 приморский ([[πόλις]] Her. etc.; γῆ Xen.).<br /><b class="num">[[παραθαλάσσιος]]:</b> <b class="num">II</b> ὁ приморский житель Plut.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παρα-θᾰλάσσιος, αττιξ -ττιος, η, ον<br />[[beside]] the sea, [[lying]] on the sea-[[side]], [[maritime]], Hdt., Xen.
}}
}}

Revision as of 13:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραθᾰλάσσιος Medium diacritics: παραθαλάσσιος Low diacritics: παραθαλάσσιος Capitals: ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΟΣ
Transliteration A: parathalássios Transliteration B: parathalassios Transliteration C: parathalassios Beta Code: paraqala/ssios

English (LSJ)

Att. παραθαλάττιος, α, ον (also ος, ον Th.4.56),

   A beside the sea, τὰς πόλιας τὰς π. Hdt.7.109; τὰς π. κώμας Id.8.23; τὰ π. τῆς Ἑλλάδος Id.3.135; τὰ π. τῶν καρπῶν Id.4.199; ἡ π. (sc. γῆ) X.HG4.8.7.

German (Pape)

[Seite 478] ια, ιον, att. -ττιος, auch 2. Endungen, neben dem Meere, am Meere gelegen; Her. 4, 191. 5, 25 u. sonst; Thuc. 1, 5; τῆς παραθαλαττίας γῆς, Xen. Hell. 1, 1, 24, wie Sp., Pol. 1, 20, 6 u. öfter. – Auch ἡ παραθαλαττία allein, sc. γῆ, Xen. Hell. 4, 8, 7, wie τὰ παραθαλάττια, D. C. 41, 44.

Greek (Liddell-Scott)

παραθᾰλάσσιος: Ἀττ. -ττιος, α, ον, ὡσαύτως ος, ον, Θουκ. 4. 56: - ὁ παρὰ τὴν θάλασσαν, ὁ κείμενος παρὰ τὴν ἀκτὴν τῆς θαλάσσης, τὰς πόλεις τὰς π. Ἡρόδ. 7. 109· τὰς π. κώμας ὁ αὐτ. 8. 23· τὰ π. τῆς Ἑλλάδος ὁ αὐτ. 3. 135, πρβλ. 4. 199· ἡ π. (ἐξυπακ. γῆ) Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 7.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui est sur le bord de la mer, maritime ; τὰ παραθαλάσσια HDT le littoral.
Étymologie: παρά, θάλασσα.

English (Slater)

παραθαλάσσιος
   1 by the sea Εὐρυνόμα Χάριτ[ας] π[αραθαλα]σσίας ἔτικτεν (supp. Bergk, Snell: “Eurynome cum sit Oceani filia, in maris fundo Gratias partu edidit,” Bergk) ? fr. 333a. 11.

English (Strong)

from παρά and θάλασσα; along the sea, i.e. maritime (lacustrine): upon the sea coast.

English (Thayer)

παραθαλασσια, παραθαλασσιον (παρά and θάλασσα), beside the sea, by the sea: Sept.; Herodotus, Xenophon, Thucydides, Polybius, Diodorus, others.)

Greek Monolingual

-α, -ο / παραθαλάσσιος, -ία, -ον και αττ. τ. παραθαλάττιος, -ία, -ον θηλ. και -ος, ΝΜΑ
αυτός που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, παράκτιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. παρά τὴν θάλασσαν + επίθημα -ιος].

Greek Monotonic

παραθᾰλάσσιος: Αττ. -ττιος, -α, -ον, αυτός που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα, που είναι ξαπλωμένος στην ακτή, θαλασσινός, σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

παραθᾰλάσσιος: I атт. παραθᾰλάττιος 3 приморский (πόλις Her. etc.; γῆ Xen.).
παραθαλάσσιος: II ὁ приморский житель Plut.

Middle Liddell

παρα-θᾰλάσσιος, αττιξ -ττιος, η, ον
beside the sea, lying on the sea-side, maritime, Hdt., Xen.