πότημα: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(nl) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πότημα -ατος, τό [πέτομαι] vlucht:. ὑπέρ... πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον ik kwam over zee in een vleugelloze vlucht Aeschl. Eum. 250.<br />πότημα -ατος, τό [πίνω] drankje. Hp. Dec. 10. | |elnltext=πότημα -ατος, τό [πέτομαι] vlucht:. ὑπέρ... πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον ik kwam over zee in een vleugelloze vlucht Aeschl. Eum. 250.<br />πότημα -ατος, τό [πίνω] drankje. Hp. Dec. 10. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πότημα:''' ατος τό Aesch. v. l. = [[πώτημα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 1 January 2019
English (LSJ)
(A), ατος, τό,
A flight, A.Eu.250 (πωτήμασι codd.).
πότημα (B), ατος, τό, (πίνω)
A draught, potion, Hp.Aff.18 (pl.), Erasistr. ap. Gal.11.200, Dsc.2.159 (pl.), Orib.Fr.50 (pl.). II pill, Paul.Aeg.3.20.
German (Pape)
[Seite 689] τό, das Getrunkene, Hippocr. u. Sp., wie LXX.
Greek (Liddell-Scott)
πότημα: πτῆσις, ἀπτέροις ποτήμασι Αἰσχύλ. Εὐμ. 250, ὡς ὁ Δινδ. ἀντὶ τῆς γραφῆς τοῦ Ἀντιγράφου πωτήμασι, διότι οἱ Τραγ. ἔχουσιν ἀείποτε ποτάομαι, οὐχὶ πωτ-.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. πόμα.
Étymologie: ποτάομαι.
Greek Monolingual
(I)
-ήματος, τὸ, Α
το πέταγμα («ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον διώκουσ'», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ποτ- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας του πέτομαι + κατάλ. -ημα].———————— (II)
-ήματος, τὸ, ΝΜΑ
καθετί που πίνεται, ποτό
νεοελλ.
υγρό φάρμακο που δίνεται για εσωτερική χρήση και λαμβάνεται με κουτάλι
(μσν-αρχ.) το καταπότι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- του πίνω (πρβλ. πο-τ-ός, βλ. λ. πίνω) + κατάλ. -ημα (πρβλ. τρόφ-ημα)].
Greek Monotonic
πότημα: -ατος, τό (ποτάομαι), πτήση, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πότημα -ατος, τό [πέτομαι] vlucht:. ὑπέρ... πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον ik kwam over zee in een vleugelloze vlucht Aeschl. Eum. 250.
πότημα -ατος, τό [πίνω] drankje. Hp. Dec. 10.
Russian (Dvoretsky)
πότημα: ατος τό Aesch. v. l. = πώτημα.