συμμιμητής: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(nl) |
(4) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συμμιμητής -οῦ, ὁ [συμμιμέομαι] navolger. | |elnltext=συμμιμητής -οῦ, ὁ [συμμιμέομαι] navolger. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμμῑμητής:''' οῦ ὁ подражатель (σ. τινι [[γενέσθαι]] NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:08, 1 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A joint imitator, Ep.Phil.3.17.
German (Pape)
[Seite 983] ὁ, der mit oder zugleich Nachahmende (?).
Greek (Liddell-Scott)
συμμῑμητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ μιμητής, Ἐπιστ. πρ. Φιλιππ. γ΄, 17.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
imitateur avec d’autres.
Étymologie: σύν, μιμέω.
English (Strong)
from a presumed compound of σύν and μιμέομαι; a co-imitator, i.e. fellow votary: follower together.
English (Thayer)
(συμμορφίζω) (Tdf. συνμορφίζω (cf. σύν, II. at the end)): present passive participle συμμορφιζόμενος; (σύμμορφος); to bring to the same form with some other person or thing, to render like (Vulg. configuro): τίνι (R. V. becoming conformed unto), L T Tr WH. Not found elsewhere.
Greek Monolingual
ὁ, Α συμμιμοῡμαι
ο από κοινού με άλλον μιμητής («συμμιμηταί μου γίνεσθε, ἀδελφοί», ΚΔ).
Greek Monolingual
ὁ, Α συμμιμοῡμαι
ο από κοινού με άλλον μιμητής («συμμιμηταί μου γίνεσθε, ἀδελφοί», ΚΔ).
Greek Monotonic
συμμῑμητής: -οῦ, ὁ, αυτός που μιμείται από κοινού, μιμητής από κοινού, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμμιμητής -οῦ, ὁ [συμμιμέομαι] navolger.
Russian (Dvoretsky)
συμμῑμητής: οῦ ὁ подражатель (σ. τινι γενέσθαι NT).