στεροπή: Difference between revisions
νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up
(nl) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=στεροπή -ῆς, ἡ, Dor. στεροπά [~ ἀστεροπή] bliksem, bliksemstraal, bliksemschicht:. σ. πατρὸς Διός de bliksemstraal van vader Zeus Il. 11.66; βροντῇ στεροπῇ τ ’... ἀντήσαντες ὄλοιντο mogen zij donder en bliksem op hun pad vinden en zo omkomen Aeschl. Suppl. 34. uitbr. schittering, glans, straling, van brons; van de zon:. ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων o u die brandt met schitterende stralen Soph. Tr. 99. | |elnltext=στεροπή -ῆς, ἡ, Dor. στεροπά [~ ἀστεροπή] bliksem, bliksemstraal, bliksemschicht:. σ. πατρὸς Διός de bliksemstraal van vader Zeus Il. 11.66; βροντῇ στεροπῇ τ ’... ἀντήσαντες ὄλοιντο mogen zij donder en bliksem op hun pad vinden en zo omkomen Aeschl. Suppl. 34. uitbr. schittering, glans, straling, van brons; van de zon:. ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων o u die brandt met schitterende stralen Soph. Tr. 99. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στεροπή:''' дор. [[στεροπά]] (ᾱ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> молния (βροντὴ σ. τε Aesch.): στεροπᾶν (= στεροπῶν) κεραυνῶν τε [[πρύτανις]] Pind. властитель молний и громов, т. е. Зевс;<br /><b class="num">2)</b> сверкание, сияние, блеск (χαλκοῦ Hom.; λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων, sc. [[ἥλιος]] Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ, poet. word,
A like ἀστεροπή, ἀστραπή, flash of lightning, σ. πατρὸς Διός Il.11.66, cf. Hes.Th.845; ἀκτῖνες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι Pi.P.4.198; στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανις, i.e. Zeus, ib.6.24; ἕλικες . . στεροπῆς ζάπυροι A.Pr.1084 (anap.); βροντῇ στεροπῇ τε Id.Supp.34 (anap.), etc. 2 generally of dazzling light, gieam, χαλκοῦ στεροπή Il.11.83, Od.4.72; of the sun, ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων S.Tr.99 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 938] ἡ, = ἀστεροπ ή, ἀστραπή, der Blitz; πᾶς δ' ἄρα χαλκῷ λάμφ' ὥστε στεροπὲ πατρὸς Διός, Il. 11, 66, vgl. 84; Hes. Th. 845; λαμπραὶ δ' ἦλθον ἀκτῖνες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι, Pind. P. 4, 198; Zeus heißt στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανις, 6, 24; übh. Glanz, χαλκοῦ, Il. 11, 83 u. öfter; βροντῇ στεροπ ῇ τε, Aesch. Suppl. 34; Prom. 1086; Soph. Ai. 250; u. von der Sonne, ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων, Trach. 99; ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων Βορέας, Ibyc. 1; sp. D., wie Ep. ad. 8 (VII, 87). – S. auch nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
στεροπή: ἡ, ποιητ. λέξ. ὡς τὸ ἀστεροπή, ἀστραπή, λάμψις ἀστραπῆς, “αὐγὴ” Ἡσύχ., στ. πατρὸς Διὸς Ἰλ. Λ. 66, 184, Ἡσ. Θ. 845· ἀκτῖνες στεροπᾶς ἀπορηγνύμεναι Πινδ. Π. 4. 353· στεροπᾶν κεραυνῶν τε πρύτανις, δηλ. ὁ Ζεύς, αὐτόθι Ζ. 24· ἕλικες .. στεροπῆς ζάπυροι Αἰσχύλ. Πρ. 1084· βροντῇ στεροπῇ τε ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 35, κτλ.· - καθόλου, ἐπὶ ἐξαστράπτοντος, ἀκτινοβολοῦντος φωτός, λάμψις, ἀκτινοβολία, χαλκοῦ ὑπὸ στεροπῆς Ἰλ. Λ. 83, πρβλ. Ὀδ. Δ. 72· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων Σοφ. Τρ. 99.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 éclair;
2 lueur éclatante, éclat.
Étymologie: cf. ἀστεροπή, ἀστραπή.
English (Autenrieth)
(ἀστεροπή, ἀστράπτω): lightning; then the gleam, sheen of metals, Il. 19.363, Od. 4.72, Od. 14.268.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. ἀστεροπή.
Greek Monotonic
στεροπή: ἡ, όπως το ἀστεροπή, ἀστραπή, η λάμψη της αστραπής, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· γενικά, λάμψη, αστραπή, ακτινοβολία, στιλπνότητα, σε Όμηρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στεροπή -ῆς, ἡ, Dor. στεροπά [~ ἀστεροπή] bliksem, bliksemstraal, bliksemschicht:. σ. πατρὸς Διός de bliksemstraal van vader Zeus Il. 11.66; βροντῇ στεροπῇ τ ’... ἀντήσαντες ὄλοιντο mogen zij donder en bliksem op hun pad vinden en zo omkomen Aeschl. Suppl. 34. uitbr. schittering, glans, straling, van brons; van de zon:. ὦ λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων o u die brandt met schitterende stralen Soph. Tr. 99.
Russian (Dvoretsky)
στεροπή: дор. στεροπά (ᾱ) ἡ
1) молния (βροντὴ σ. τε Aesch.): στεροπᾶν (= στεροπῶν) κεραυνῶν τε πρύτανις Pind. властитель молний и громов, т. е. Зевс;
2) сверкание, сияние, блеск (χαλκοῦ Hom.; λαμπρᾷ στεροπᾷ φλεγέθων, sc. ἥλιος Soph.).