πήρα: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(nl)
(3b)
Line 36: Line 36:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πήρᾱ -ᾱς, ἡ, Ion. πήρη, knapzak, ransel.
|elnltext=πήρᾱ -ᾱς, ἡ, Ion. πήρη, knapzak, ransel.
}}
{{elru
|elrutext='''πήρᾱ:''' ион. [[πήρη]] ἡ (дорожная) сума, сумка, котомка Hom., Arph. etc.
}}
}}

Revision as of 11:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πήρα Medium diacritics: πήρα Low diacritics: πήρα Capitals: ΠΗΡΑ
Transliteration A: pḗra Transliteration B: pēra Transliteration C: pira Beta Code: ph/ra

English (LSJ)

Ion. πήρη ( πάρη [ᾰ] Heraclid. ap. Eust.29.3), ἡ,

   A leathern pouch for victuals, etc., wallet, Od.13.437, al., Ar.Pl.298, Fr.273, Ostr.Bodl. iii 264 (i A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 611] ἡ, ion. πήρη, Reisesack, Brotsack, Ränzel, pera, von Leder u. an einem Riemen über die Schultern gehängt; Od. öfter; Ar. Plut. 298; σιτοδόκος, σπερμολόγος, zum Säen, Antiphil. 4 Philp. 14 (VI, 95. 104); ἄρτων, Ath. XII, 422; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πήρα: Ἰων. πήρη, ἡ, δερμάτινος σάκκος διὰ τροφάς, κτλ., σακκίον, σακκοῦλι, ἀπὸ τῶν ὤμων κρεμάμενον, Λατ. pera, Ὀδ. Ν. 437, Ρ. 197, 357, 411, 466, Ἀριστοφ. Πλ. 298, Ἀποσπ. 298.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
besace, sac de cuir, sac ou poche en gén.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Spanish

alforja

English (Strong)

of uncertain affinity; a wallet or leather pouch for food: scrip.

English (Thayer)

πήρας, ἡ, a wallet (a leather sack, in which travellers and shepherds carried their provisions) (A. V. scrip (which see in B. D.)): Homer, Aristophanes, Josephus, Plutarch, Herodian, Lucian, others; with τῶν βρωμάτων added, Judith 13:10.)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πήρη και πάρη, Α
οδοιπορικός σάκος, συνήθως δερμάτινος, που κρέμεται από τον ώμο, ταγάρι, σακούλι («ἀνθρώπων ἕκαστος δύο πήρας φέρει», Αίσωπ.)
νεοελλ.
1. παγίδα από καλάμια πλεγμένα ή από συρματόπλεγμα, που χρησιμοποιείται στα ιχθυοτροφεία για τη σύλληψη τών ψαριών
2. φρ. «κυνηγετική πήρα» — σάκος, συνήθως δερμάτινος ή από αδιάβροχο ύφασμα, που χρησιμοποιείται από τους κυνηγούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Όπως συμβαίνει και με άλλες λ. ανάλογης σημ. (πρβλ. θύλακος, σάκος). Ο τ. αποτελεί πιθ. δάνειο και ανήκει στην κατηγορία τών λέξεων με ευρεία διάδοση].

Greek Monotonic

πήρα: Ιων. πήρη, ἡ, δερμάτινος σάκος, δισάκι, σακούλι, Λατ. pera, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πήρᾱ -ᾱς, ἡ, Ion. πήρη, knapzak, ransel.

Russian (Dvoretsky)

πήρᾱ: ион. πήρη ἡ (дорожная) сума, сумка, котомка Hom., Arph. etc.