βληχάομαι: Difference between revisions
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
(1b) |
(1a) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βληχάομαι:''' (aor. ἐβληχησάμην)<br /><b class="num">1)</b> блеять Arph., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> визжать Arph. | |elrutext='''βληχάομαι:''' (aor. ἐβληχησάμην)<br /><b class="num">1)</b> блеять Arph., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> визжать Arph. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[From [[βληχή]]<br />Dep. to [[bleat]], of [[sheep]] and goats, Ar.; of infants, Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 9 January 2019
English (LSJ)
aor.
A ἐβληχησάμην AP 7.657 (Leon.), Longus 3.13:—bleat, of sheep and goats, προβατίων βληχωμένων Ar.Pax 535, Fr.387.5; βληχώμενοι προβατίων αἰγῶν τε . . μέλη Id.Pl.293; of infants, τὰ δὲ συγκύψανθ' ἅμα βληχᾶται Id.V. 570: metaph. of men, c. acc. cogn., πάταγον Porph.Chr.35; βληχοῖντο (as if from βληχέομαι) is v.l. for βληχῷντο in Theoc.16.92.
German (Pape)
[Seite 449] dep. med., blöken, von Schafen, VLL.; Ar. Pax 527 Plut. 293. Vom Geschrei der kleinen Kinder Ar. Vesp. 570. Bei Theocr. 16, 92 steht βληχοῖντο, wie von βληχέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
βληχάομαι: ἀόρ. ἐβληχησάμην Ἀνθ. Π. 7. 657, Λόγγος· ἀποθ.· - βελάζω, ἐπὶ ἀρνίων, σπαν. ἐπὶ αἰγῶν, προβατίων βληχωμένων Ἀριστοφ. Εἰρ. 535, πρβλ. Ἀποσπ. 344· βληχώμενοι προβατίων αἰγῶν τε … μέλη ὁ αὐτ. Πλ. 293· - ὡσαύτως ἐπὶ νηπίων, τὰ δὲ συγκύψανθ’ ἅμα βληχᾶται ὁ αὐτ. Σφ. 570· - παρὰ Θεοκρ. 16. 92 ἀντὶ τῆς εὐκτ. βληχοῖντο (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. –έομαι), ὁ Ahrens ἀναγινώσκει βληχῷντο. (Πρβλ. βληχή, βληχάς, Λατ. balo· Παλαιο-Γερ. bl ázu· Γερμ. blöken, Ἀγγλ. bleat. Ἡ λέξις εἶναι ἀπομίμησις τῶν φωνῶν τῶν ἀμνῶν καὶ σπανίως τῶν αἰγῶν, ὅπως τὸ μηκάομαι, συνήθ. ἐπὶ αἰγῶν· οὕτω, μυκάομαι ἐπὶ ταύρων, βρυχάομαι ἐπὶ λεόντων, κτλ.).
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
ao. ἐβληχησάμην;
1 bêler;
2 p. ext. pousser des vagissements.
Étymologie: βληχή.
Spanish (DGE)
balar προβατίων βληχωμένων Ar.Pax 535, Fr.402.5, cf. Men.Her.73, μήλων χιλιάδες ... βληχῷντο Theoc.16.92, οἶες AP 7.657 (Leon.), ποίμνιον Longus 3.13.1, cf. 1.32.3, τὰ θρέμματα Hierocl.Facet.47, πρόβατον Ast.Am.Hom.5.8.3
•fig. de los miembros del coro imitando anim., Ar.Pl.293
•tb. en sent. irón. c. ac. int. βληχᾶσθαι καὶ κρώζειν ... τὸν ἔξηχον πάταγον balar y graznar la horrísona algarabía de hombres y anim. tras la resurrección, Porph.Chr.35.
• Etimología: v. βληχή.
Greek Monotonic
βληχάομαι: αόρ. αʹ ἐβληχησάμην, αποθ., βελάζω, γογγύζω, λέγεται για πρόβατα και αίγες, σε Αριστοφ.· χρησιμοποιείται και για βρέφη, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
βληχάομαι: (aor. ἐβληχησάμην)
1) блеять Arph., Anth.;
2) визжать Arph.
Middle Liddell
[From βληχή
Dep. to bleat, of sheep and goats, Ar.; of infants, Ar.