κοχυδέω: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
(nl)
(3)
Line 24: Line 24:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κοχυδέω [χύδην] gutsen, overvloedig stromen.
|elnltext=κοχυδέω [χύδην] gutsen, overvloedig stromen.
}}
{{elru
|elrutext='''κοχῠδέω:''' или κοχύω (aor. iter. κοχύδεσκε - v. l. κοχύεσκε) обильно течь, стекать (ἐκ μετώπω ἱδρὼς κοχύδεσκεν Theocr.).
}}
}}

Revision as of 23:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοχῠδέω Medium diacritics: κοχυδέω Low diacritics: κοχυδέω Capitals: ΚΟΧΥΔΕΩ
Transliteration A: kochydéō Transliteration B: kochydeō Transliteration C: kochydeo Beta Code: koxude/w

English (LSJ)

   A stream forth copiously, ποταμοὶ . . Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες ἐπιβλύξ gushing with cakes, Pherecr.130.4: Ion.impf. κοχύδεσκεν (v.l. κοχύεσκεν) Theoc.2.107.

Greek (Liddell-Scott)

κοχῠδέω: ἐκρέω ἀφθόνως, ῥέω, ποταμοί... Ἀχιλλείοις μάζαις κοχυδοῦντες ἐπιβλύξ, ῥέοντες μὲ πλακούντια, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1. 4· Ἰων. παρά ??? κοχύδεσκε (διάφ. γραφ. κοχύεσκε) Θεόκρ. 2. 107. (Ὑπάρχει Ἐπίρρ. κόχυ = πολύ, πλῆρες, παρ’ Ἡσυχ.· οὐσιαστ. κόχος, «δαψιλὴς ῥοῦς» Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2. 106· καὶ οἶνος κοχύζει εἶναι ἐπιτυχὴς εἰκασία τοῦ Meineke (ἀντὶ κοκκύζει) παρὰ τῷ Στράτ. ἐν Ἀδήλ. 3. (Οὗτοι εἶναι μετ’ ἀναδιπλασιασμοῦ τύποι ἐκ τοῦ χέω, χύδην, πρβλ. μορμύρω, ποιφύσσω.)

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
s’écouler en abondance.
Étymologie: χέω.

Greek Monolingual

κοχυδέω (Α)
ρέω άφθονα, χύνομαι («ποταμοὶ κοχυδοῡντες», Φερεκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως από τη μηδενισμένη βαθμίδα χυ- της ρίζας του χέω με εκφραστικό αναδιπλασιασμό και με πιθ. επίδρ. της λ. χύδην. Ομοίως και τα κοχύζω, κοχύω].

Greek Monotonic

κοχῠδέω: Ιων. παρατ. κοχύδεσκον, ρέω, εκχέομαι αδιάκοπα, σε Θεόκρ. (αναδιπλ. από το χέω, χύδην).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοχυδέω [χύδην] gutsen, overvloedig stromen.

Russian (Dvoretsky)

κοχῠδέω: или κοχύω (aor. iter. κοχύδεσκε - v. l. κοχύεσκε) обильно течь, стекать (ἐκ μετώπω ἱδρὼς κοχύδεσκεν Theocr.).