ἡμερόκοιτος: Difference between revisions
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἡμερόκοιτος:''' дор. [[ἁμερόκοιτος]] 2 (ᾱ)<br /><b class="num">1)</b> спящий днем, проводящий день во сне ([[ἀνήρ]] Hes. - о воре);<br /><b class="num">2)</b> умолкающий на день (βλαχαὶ σμικρῶν τεκέων Eur.). | |elrutext='''ἡμερόκοιτος:''' дор. [[ἁμερόκοιτος]] 2 (ᾱ)<br /><b class="num">1)</b> спящий днем, проводящий день во сне ([[ἀνήρ]] Hes. - о воре);<br /><b class="num">2)</b> умолкающий на день (βλαχαὶ σμικρῶν τεκέων Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=sleeping by day, Hes., Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:10, 9 January 2019
English (LSJ)
Dor. ἁμ-, ον,
A sleeping by day, epith. of a thief, Hes. Op.605, Opp.H.2.408; ἁμερόκοιτοι βλαχαὶτεκέων, for ἁμεροκοίτων, E. Cyc.58.
German (Pape)
[Seite 1166] bei Tage schlafend, Hes. O. 603, d. i. Dieb; vgl. Opp. Hal. 2, 408; dor. ἁμ., Eur. Cycl. 58.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμερόκοιτος: Δωρ. ἀμερ-, ον, ὁ κοιμώμενος ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἐπίθ. κλέπτου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 603· ἀμερόκοιτοι βλαχαί τεκέων, ἀντὶ ἀμεροκοίτων, Εὐρ. Κύκλ. 58· - ὡς οὐσιαστ., ἰχθὺς τις, ἴσως ἡ φώκη, Ὀππ. Ἁλ. 2. 408· ὡσαύτως ἡμεροκοίτης, ου, ὁ, αὐτόθι 199, 224. - Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄ σ. 307 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui dort pendant le jour;
2 ὁ ἡμερόκοιτος, c. ἡμεροκοίτης.
Étymologie: ἡμέρα, κοίτη.
Greek Monolingual
ἡμερόκοιτος, δωρ. τ. ἁμερόκοιτος, -ον (Α)
(για κλέφτες ή για νυχτερίδες) αυτός που κοιμάται την ημέρα για να μπορεί να κλέβει κατά τη νύχτα («μή ποτε σ' ἡμερόκοιτος ἀνήρ ἀπὸ χρήμαθ' ἕληται», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -κοιτος (< κοίτη), πρβλ. ομό-κοιτος παρά-κοιτος].
Greek Monotonic
ἡμερόκοιτος: Δωρ. ἁμερ-, -ον, αυτός που κοιμάται κατά τη διάρκεια της ημέρας, χαρακτηρισμός του κλέφτη, σε Ησίοδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμερόκοιτος: дор. ἁμερόκοιτος 2 (ᾱ)
1) спящий днем, проводящий день во сне (ἀνήρ Hes. - о воре);
2) умолкающий на день (βλαχαὶ σμικρῶν τεκέων Eur.).
Middle Liddell
sleeping by day, Hes., Eur.