αἶπος: Difference between revisions
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
(1) |
(1a) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''αἶπος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> высота, крутизна, круча, гора (Ἀθῷον αἶ. Aesch.; Παρνάσσιον αἶ Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> трудность, трудная задача: πρὸς αἶ. ἔρχεσθαι Eur. быть трудным; αἶ. ὁδοῦ Eur. утомительность пути. | |elrutext='''αἶπος:''' εος τό<br /><b class="num">1)</b> высота, крутизна, круча, гора (Ἀθῷον αἶ. Aesch.; Παρνάσσιον αἶ Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> трудность, трудная задача: πρὸς αἶ. ἔρχεσθαι Eur. быть трудным; αἶ. ὁδοῦ Eur. утомительность пути. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[αἰπύς]]<br />a [[height]], a [[steep]], Aesch.:— πρὸς [[αἶπος]] ἔρχεσθαι, metaph. of a [[difficult]] [[task]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 9 January 2019
English (LSJ)
εος, τό, (αἰπύς)
A height, steep, A.Ag.285,309, etc.; πρὸς αἶπος ὁδοιπορῆσαι, ἰέναι to toil up-hill, Hp.Morb.2.51,70; πρὸς αἶπος ἔρχεται, metaph. of a difficult task, E.Alc.500: hence αἶ. (v.l. ἆπος ) ἐκβαλὼν ὁδοῦ, i.e. the weariness of the ascent (expl. by Hsch. as κάματος), Id.Ph.851 (unless ἐκβαλών = 'forgetting').
Greek (Liddell-Scott)
αἶπος: -εος, τό, (αἰπύς) ὕψωμα, ἀκρώρεια, κρημνὸς ἀπότομος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 285, 309, κτλ. πρβλ. ἀπότομος: ― πρὸς αἶπος ἰέναι, ὁδοιπορεῖν, ἀναβαίνω μετὰ κόπου ὕψωμα, Ἱππ. 479. 17 καὶ 44., 485. 51· πρὸς αἶπος ἔρχεται, μεταφ. ἐπὶ δυσκόλου ἔργου, Εὐρ. Ἄλκ. 500 καὶ τὸ ἐν Φοιν. 851· αἶπος ἐκβαλὼν ὁδοῦ (τὸ κοπῶδες τῆς ὁδοιπορίας) εἶναι ἡ πιθανωτέρα φαίνεται γραφή, διότι ὁ Ἡσύχ. ἔχει γλῶσσ. «αἶπος· κάματος.» Πρβλ. Εὐστ. 381. 19 (ἔνθα ὅμως ἐν τῷ κειμένῳ εἶναι ἆπος).
French (Bailly abrégé)
εος, att. ους (τό) :
escarpement ; hauteur, montagne ; πρὸς αἶπος ἔρχεται EUR il va gravir l’escarpement en parl. d’une tâche ardue.
Étymologie: αἰπύς.
Spanish (DGE)
-εος, τό
• Morfología: [gen. contr. -ους]
1 altura, elevación, montaña Ἀθῷον αἶπος Ζηνός A.A.285, Ἀραχναῖον A.A.309, Παρνάσιον Theoc.7.148, Ἀργανθώνιον Euph.71, Μυρτώσιον A.R.2.505, ὁδοιπορῆσαι ... πρὸς αἶπος marchar cuesta arriba Hp.Morb.2.51, ἰέναι Hp.Morb.2.70, fig. (δαίμων) πρὸς αἶπος ἔρχεται (el destino) se hace cuesta arriba E.Alc.500.
2 fig. agotamiento, esfuerzo αἶπος ἐκβαλὼν ὁδοῦ descansando del esfuerzo del camino E.Ph.851, cf. Hsch.
• Etimología: Cf. αἰπύς.
Greek Monotonic
αἶπος: -εος, τό (αἰπύς), ύψωμα, γκρεμός, σε Αισχύλ.· πρὸς αἶπος ἔρχεσθαι, μεταφ., λέγεται για δύσκολη επιχείρηση, για δύσκολο έργο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
αἶπος: εος τό
1) высота, крутизна, круча, гора (Ἀθῷον αἶ. Aesch.; Παρνάσσιον αἶ Theocr.);
2) трудность, трудная задача: πρὸς αἶ. ἔρχεσθαι Eur. быть трудным; αἶ. ὁδοῦ Eur. утомительность пути.
Middle Liddell
αἰπύς
a height, a steep, Aesch.:— πρὸς αἶπος ἔρχεσθαι, metaph. of a difficult task, Eur.