ἀμοιβάς: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(1) |
(1a) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀμοιβάς:''' άδος adj. f сменная, запасная ([[χλαῖνα]] Hom.). | |elrutext='''ἀμοιβάς:''' άδος adj. f сменная, запасная ([[χλαῖνα]] Hom.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[fem. of [[ἀμοιβαῖος]]<br />for a [[change]] of [[raiment]], Od. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:50, 9 January 2019
English (LSJ)
άδος, ἡ, pecul. fem. of foreg., χλαῖναν . . ἥ οἱ παρεκέσκετ' ἀμοιβάς which lay beside him
A as change of raiment, Od.14.521; in succession, μάχαιρα Nonn.D.28.135.
German (Pape)
[Seite 127] fem. zum vor., Hom. einmal, Od. 14, 521 χλαῖναν, ἥ οἱπαρεκέσκετ' ἀμοιβάς, Mantelzum Wechseln; v. l. παρεχέσκετ', wobei ἀμοιβάς acc. plur. von ἀμοιβή ist, der Mantel bot ihm Wechsel, er konnte ihn abwechselnd mit seinem anderen tragen, s. Scholl. (Didym.) u. vgl. Apoll. lex. Hom. 28, 20; Od. 8, 249 εἵματα ἐξημοιβά.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμοιβάς: -άδος, ἡ, ἰδιόρρυθμ. Θηλ. τοῦ προηγ., χλαῖναν…, ἣ οἱ παρεκέσκετ’ ἀμοιβάς, ἥτις ἔκειτο πλησίον του πρὸς ἀλλαγήν, Ὀδ. Ξ. 521.
French (Bailly abrégé)
άδος
adj. f.
ἀμοιβὰς χλαῖνα OD manteau de rechange.
Étymologie: ἀμοιβή.
English (Autenrieth)
άδος (ἀμείβω): adj., for a change, χλαίνη, Od. 14.521†.
Spanish (DGE)
-άδος
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1de muda, como muda χλαῖναν ... ἥ οἱ παρεκέσκετ' ἀμοιβάς Od.14.521.
2 que cambia, cambiante αὔρη Nonn.D.33.339.
II que responde ἀμοιβάδι φωνῇ Nonn.Par.Eu.Io.1.20, 18.25, ἀμοιβάδι ... ἰωῇ Nonn.Par.Eu.Io.21.16
•en respuesta, a su vez ἀμοιβάδι τύψε μαχαίρῃ le golpeó a su vez con un cuchillo Nonn.D.28.135.
Greek Monolingual
ἀμοιβάς, η (Α) ἀμοιβή
αυτή που χρησιμεύει για αλλαγή, η εναλλασσόμενη με κάποια άλλη
«ἀμοιβὰς χλαῖνα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμοιβή
ιδιόρρυθμος τ. θηλ. του ἀμοιβαῖος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμοιβάδιος, ἀμοιβάζω, ἀμοιβαδίζω
μσν.
ἀμοιβαδής].
Greek Monotonic
ἀμοιβάς: -άδος, θηλ. του προηγ., για την αλλαγή της αμφίεσης, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμοιβάς: άδος adj. f сменная, запасная (χλαῖνα Hom.).