ἔμβλεμμα: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἔμβλεμμα:''' ατος τό взгляд: τὰ ἀναβλέμματα καὶ ἐμβλέμματα τὰ ἐπί τι Xen. взгляды, бросаемые то назад, то (снова) на что-л.
|elrutext='''ἔμβλεμμα:''' ατος τό взгляд: τὰ ἀναβλέμματα καὶ ἐμβλέμματα τὰ ἐπί τι Xen. взгляды, бросаемые то назад, то (снова) на что-л.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἔμβλεμμα]], ατος, τό,<br />a looking [[straight]] at, Xen. [from [[ἐμβλέπω]]
}}
}}

Revision as of 21:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβλεμμα Medium diacritics: ἔμβλεμμα Low diacritics: έμβλεμμα Capitals: ΕΜΒΛΕΜΜΑ
Transliteration A: émblemma Transliteration B: emblemma Transliteration C: emvlemma Beta Code: e)/mblemma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A looking straight at, X.Cyn.4.4.

German (Pape)

[Seite 805] τό, Blick ins Angesicht, Xen. Cyn. 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβλεμμα: τό, τὸ βλέπειν κατ’ εὐθεῖαν πρός τι, Ξεν. Κύρ. 4. 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
regard dirigé sur.
Étymologie: ἐμβλέπω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό mirada de soslayoεἰς τὴν ὕλην X.Cyn.4.4.

Greek Monolingual

ἔμβλεμμα, το (Α)
βλέμμα κατά πρόσωπο, κατ' ευθείαν.

Greek Monotonic

ἔμβλεμμα: -ατος, τό, βλέμμα κατ' ευθείαν προς κάτι, κοίταγμα, «κάρφωμα» κατά πρόσωπο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἔμβλεμμα: ατος τό взгляд: τὰ ἀναβλέμματα καὶ ἐμβλέμματα τὰ ἐπί τι Xen. взгляды, бросаемые то назад, то (снова) на что-л.

Middle Liddell

ἔμβλεμμα, ατος, τό,
a looking straight at, Xen. [from ἐμβλέπω