γεωπόνος: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(1b) |
(1a) |
||
Line 19: | Line 19: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γεωπόνος:''' и [[γειοπόνος]], дор. [[γαπόνος|γᾱπόνος]] ὁ землепашец, земледелец Anth. | |elrutext='''γεωπόνος:''' и [[γειοπόνος]], дор. [[γαπόνος|γᾱπόνος]] ὁ землепашец, земледелец Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=a [[husbandman]], Anth.; in Babr. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:35, 9 January 2019
German (Pape)
[Seite 488] das Land bestellend, Heraclid. 3 (VII, 281); ὁ, der Bauer, Antiphil. (VII, 175); Philo.
Greek (Liddell-Scott)
γεωπόνος: ὁ, γεωργός, Ἀνθ. II. 7. 175, 281, Φίλων 1. 212· παρὰ Βαρβ. 108. 14, γεηπόνος. Ὁ Δωρ. τύπος γᾱπόνος ἦτο εὔχρηστος παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Ἱκέτ. 420· πρβλ. γητόμος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui travaille à la terre, cultivateur, agriculteur.
Étymologie: γῆ, πένομαι.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): γᾱπ- E.Supp.420; γηπ- Them.Or.30.350c, Hld.5.23.2, Cyr.Al.M.70.1237B, Aristaenet.1.10.55, Pamprepius 3.134; γεηπ- Damocr. en Gal.13.40, Agath.2.17.2, Babr.108.14, Gr.Nyss.Ep.10.1, Sch.Nic.Th.5, Vett.Val.2.7; γειοπ- AP 6.41 (Agath.), Nonn.D.21.97, 42.329, Pamprepius 3.115; γηοπ- Dioscorus 5.34
I 1rústico, de campocomo sinón. de ἄγροικος Agath.l.c., μῦς Babr.l.c.
•como epít. de Ares, Pamprepius 3.115.
2 que remueve la tierra ἄνεμοι Nonn.D.21.97.
II subst.
1 ὁ γ. agricultor, que trabaja la tierra γαπόνος δ' ἀνὴρ πένης E.l.c., cf. AP l.c., 7.175 (Antiphil.), 281 (Heraclid.), 9.742 (Phil.), Damocr.l.c., Nonn.D.42.329, Them.l.c., Hld.l.c., Cyr.Al.l.c., Gr.Nyss.l.c., Aristaenet.l.c., Pamprepius 3.134, Dioscorus l.c., IGPA 253 (imper.).
2 ὁ γ. jornalero op. γεωργός Ph.1.211.
3 τὸ γ. labores del campo, agricultura Gr.Naz.M.36.665B.
Greek Monolingual
ο, η (AM γεωπόνος, Α και γαπόνος και γηπόνος, ο)
νεοελλ.
ο επιστήμονας που ασχολείται με τη γεωπονία
αρχ.-μσν.
ο αγρότης, ο καλλιεργητής της γης·
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + -πόνος < πονέω. Η αρχαία λ. γεωπόνος ανήκει στον κύκλο τών λέξεων της Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιήθηκαν από τους λόγιους με νέο ή παρεμφερές σημασιολογικό περιεχόμενο, εν προκειμένω με τη σημασία του επιστήμονα του ειδικού σε θέματα καλλιέργειας της γης].
Greek Monotonic
γεωπόνος: ὁ, γεωργός, καλλιεργητής της γης, σε Ανθ.· σε Βάβρ. γεη-πόνος· Δωρ. τύπος γᾱπόνος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
γεωπόνος: и γειοπόνος, дор. γᾱπόνος ὁ землепашец, земледелец Anth.
Middle Liddell
a husbandman, Anth.; in Babr.