ἀνεπαίσχυντος: Difference between revisions

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
(1)
(1a)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνεπαίσχυντος:''' не имеющий повода стыдиться, т. е. безупречный ([[ἐργάτης]] NT).
|elrutext='''ἀνεπαίσχυντος:''' не имеющий повода стыдиться, т. е. безупречный ([[ἐργάτης]] NT).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπαισχύνομαι]]<br />having no [[cause]] for [[shame]], NTest.
}}
}}

Revision as of 16:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπαίσχυντος Medium diacritics: ἀνεπαίσχυντος Low diacritics: ανεπαίσχυντος Capitals: ΑΝΕΠΑΙΣΧΥΝΤΟΣ
Transliteration A: anepaíschyntos Transliteration B: anepaischyntos Transliteration C: anepaischyntos Beta Code: a)nepai/sxuntos

English (LSJ)

ον,

   A having no cause for shame, 2 Ep.Ti.2.15; μηδὲ -τον ἡγοῦ J.AJ 18.7.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπαίσχυντος: -ον, ὁ μὴ ἔχω αἰτίαν ἐφ’ ᾗ νὰ αἰσχύνηται, Ἐπιστ. π. Τιμ. Β΄, β΄, 15. ΙΙ. ἀναίσχυντος, - ἐπίρρ. -τως, ἀναισχύντως, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
irrépréhensible, qui n’a pas à rougir.
Étymologie: ἀ, ἐπαισχύνομαι.

Spanish (DGE)

-ον
I que no tiene de que avergonzarse ἐργάτης 2Ep.Ti.2.15, μηδὲ δευτερεύειν ἀνεπαίσχυντον ἡγοῦ I.AI 18.243, cf. Ath.Al.M.25.8B, Basil.M.31.1041A.
II adv. -ως
1 sin tener motivo de vergüenza e.d. debidamente καὶ διὰ γραμμάτων ἐμμαρτυρούμενοι ἀ. κηρύσσομεν Hippol.Haer.proem.8 (p.3.14)
sin sentirse avergonzado περὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος ἀ. ... ἄγνοιαν ὁμολογεῖν Basil.M.29.668B.
2 sin deshonor de Cristo γεννηθεὶς διὰ γεννητικῶν πόρων ἀ., ἀχράντως Epiph.Const.Exp.Fid.15.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of a compound of ἐπί and αἰσχύνομαι; not ashamed, i.e. irreprehensible: that needeth not to be ashamed.

English (Thayer)

ἀνεπαίσχυντον (alpha privative and ἐπαισχύνω) (Vulg. inconfusibilis), hating no cause to be ashamed: Josephus, Antiquities 18,7, 1); unused in Greek writings (Winer's Grammar, 236 (221)).)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀνεπαίσχυντος, -ον) επαισχύνομαι
αυτός που δεν έχει λόγο να ντρέπεται
νεοελλ.
(πράξη) που δεν προκαλεί ντροπή
αρχ.
αναίσχυντος, αδιάντροπος.

Greek Monotonic

ἀνεπαίσχυντος: -ον (ἐπαισχύνομαι), αυτός που δεν έχει λόγο ντροπής, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπαίσχυντος: не имеющий повода стыдиться, т. е. безупречный (ἐργάτης NT).

Middle Liddell

ἐπαισχύνομαι
having no cause for shame, NTest.