ἀπαιθριάζω: Difference between revisions

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
(1)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀπαιθριάζω:''' прояснять: ἀ. τὰς νεφέλας Arph. рассеивать тучи.
|elrutext='''ἀπαιθριάζω:''' прояснять: ἀ. τὰς νεφέλας Arph. рассеивать тучи.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[αἰθρία]]<br />to [[clear]] [[away]] clouds from the sky, Ar.
}}
}}

Revision as of 16:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαιθριάζω Medium diacritics: ἀπαιθριάζω Low diacritics: απαιθριάζω Capitals: ΑΠΑΙΘΡΙΑΖΩ
Transliteration A: apaithriázō Transliteration B: apaithriazō Transliteration C: apaithriazo Beta Code: a)paiqria/zw

English (LSJ)

   A expose to the air, air, Hp.Morb.3.17:—Pass., Herod. Med. ap. Orib.5.30.33.    2 ἀ. τὰς νεφέλας clear away the clouds, Ar. Av.1502.    3 intr., clear up, grow fine, of weather, Lib.Or.11.215: metaph., M.Ant.2.4.

German (Pape)

[Seite 275] 1) der freien Luft aussetzen, abkühlen, Hippocr. – 2) aufklären, νεφέλας, die Wolken zertheilen, Ar. Av. 1502, Ggstz συννεφέω; übertr., M. Antonin. 2, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιθριάζω: ἐκθέτω εἰς τὸν ἀέρα, ἀδιάνδου δραχμίδα ἐμβαλὼν ἀπαιθριάσας δίδου Ἱππ. 497. 15. 2) ἀπ. τὰς νεφέλας ἀπομακρύνω, ἀποδιώκω τὰ νέφη, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1502. 3) ἀμετάβ. ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως «ἀνοίγω» γίνομαι αἴθριος, ἀνέφελος, ὥστε ὁπότε ἀπαιθριάσειεν, ὥσπερ ἐκ μακροῦ πλοῦ σεσωσμένοι περιβάλλονται ἀλλήλοις Λιβάν. Ι. 343: - μεταφ. Μ. Ἀντων. 2, 4.

French (Bailly abrégé)

1 tr. rendre serein;
2 intr. être limpide.
Étymologie: ἀπό, αἴθριος.

Spanish (DGE)

1 airear, exponer al sereno un medicamento, Hp.Morb.3.17, agua, Herod.Med. en Orib.5.30.33.
2 despejar τὰς νεφέλας Ar.Au.1502
abs. del tiempo aclarar Lib.Or.11.215
fig. en aor. tem. serenarse M.Ant.2.4.

Greek Monolingual

ἀπαιθριάζω (Α)
1. εκθέτω στον αέρα, αερίζω
2. φρ. (για τον Δία) «ἀπαιθριάζει τὰς νεφέλας» — απομακρύνει, διώχνει τα σύννεφα
3. (αμτβ. -απρόσ.) γίνεται αιθρία, ξαστεριάζει.

Greek Monotonic

ἀπαιθριάζω: μέλ. -σω (αἰθρία), απομακρύνω τα σύννεφα από τον ουρανό, καθαρίζω τον ουρανό από τα σύννεφα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαιθριάζω: прояснять: ἀ. τὰς νεφέλας Arph. рассеивать тучи.

Middle Liddell

αἰθρία
to clear away clouds from the sky, Ar.