ἀτιτάλλω: Difference between revisions
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
(1b) |
(1) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀτῐτάλλω:''' (ᾰτ)<br /><b class="num">1)</b> выращивать, воспитывать (παῖδα Hom.; Ζῆνα ἐν Κρήτῃ Hes.; [[γόνον]] Pind.; [[βρέφος]] νεογιλλόν Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> лелеять, холить или украшать (πάντεσσι καλοῖς Ἄδωνιν Theocr.). | |elrutext='''ἀτῐτάλλω:''' (ᾰτ)<br /><b class="num">1)</b> выращивать, воспитывать (παῖδα Hom.; Ζῆνα ἐν Κρήτῃ Hes.; [[γόνον]] Pind.; [[βρέφος]] νεογιλλόν Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> лелеять, холить или украшать (πάντεσσι καλοῖς Ἄδωνιν Theocr.). | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: [[ἀταλός]] | |||
}} | }} |
Revision as of 21:50, 2 January 2019
English (LSJ)
aor. I
A ἀτίτηλα Il.24.60, IG14.2005:—Med.,aor. I ἀτιτήλατο Opp.C.1.271: (ἀταλός):—redupl. form of ἀτάλλω, rear, tend, θρέψα τε καὶ ἀτίτηλα Il. l.c.; παῖδα δὲ ὣς ἀτίταλλε Od.18.323; οἵ μ' ἐν σφοῖσι δόμοισιν ἐῢ τρέφον ἠδ' ἀτίταλλον Il.14.202, cf. 16.191, Hes.Th. 480, Pi.N.3.58; also of animals, τοὺς μὲν [ἵππους] . . ἀτίταλλ' ἐπὶ φάτνῃ Il.5.271:—Pass., χῆν' ἥρπαξ' ἀτιταλλομένην ἐνὶ οἴκῳ Od.15.174. 2 metaph., cherish, καί σε Κόως ἀτίταλλε Theoc.17.58: c. dat., καλοῖς Id.15.111; in bad sense, beguile, cajole, σκιράφοις ἀ. Hippon.86.— Poet. and late Prose, as Them.Or.20.234b.
German (Pape)
[Seite 387] poet. = ἀτάλλω, aufziehen, pflegen, warten, παῖδα Od. 15, 450; σύας σιάλους 14, 41; γόνον Pind. N. 3, 56; ἵππων, ὅσσα γένεθλ' ἀτιτήλατο μύριος αἶα Opp. C. 1, 271; übh. hegen, pflegen, Theocr. 17, 58; καλοῖς, schmücken, 15, 111.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτῐτάλλω: ἀόρ. α΄, Ἰων. ἀτίτηλα Συλλ. Ἐπιγρ. 6289: - Μέσ. ἀτιτήλατο Ὀππ. Κ. 1. 271: (ἀταλός). Ἀναδιπλασιασθεὶς τύπος τοῦ ἀτάλλω, τρέφω, ἐκτρέφω, ἀνατρέφω, παῖδα δὲ ὣς ἀτίταλλε Ὀδ. Σ. 323· οἵ μ᾽ ἐν σφοῖσι δόμοισιν ἐῢ τρέφον ἠδ᾽ ἀτίταλλον Ἰλ. Ξ. 202, πρβλ. Π. 191, πρβλ. Ἡσ. Θ. 480, Πινδ. Ν. 3. 99, Θεόκρ. 17. 58: - ὡσαύτως ἐπὶ ζᾡων, τοὺς μὲν [ἵππους]... ἀτίταλλ᾽ ἐπὶ φάτνῃ Ἰλ. Ε. 271: - Παθ., χῆν’ ἥρπαξ’ ἀτιταλλομένην ἐνὶ οἴκῳ Ὀδ. Ο. 174. 2) μεταφ. περιποιοῦμαι, περιθάλπω, μετὰ δοτ., Ἀρσινόα πάντεσσι καλοῖς ἀτιτάλλει Ἄδωνιν Θεόκρ. 15. 111· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἐξαπατῶ, ἀποπλανῶ, σκιράφοις ἀτ. Ἱππῶναξ ἐν Ἀποσπ. 82.
French (Bailly abrégé)
verbe poét. sans fut. ni pf. Act. ; Pass. seul. prés. et impf.
élever, nourrir, acc..
Étymologie: redoubl. de ἀτάλλω.
English (Autenrieth)
aor. ἀτίτηλα: rear, cherish; of children, Il. 24.60, etc.; of animals, ‘feed,’ ‘keep,’ Il. 6.271, Od. 15.174.
English (Slater)
ᾰτῐτάλλω
1 bring up, rear γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἀρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων sc. Cheiron (N. 3.58)
Spanish (DGE)
(ἀτῐτάλλω) 1 criar con esmero anim. (ἵππους) Il.5.271, 24.280, σύας Od.15.174, cf. Opp.C.1.271, Them.Or.20.234b, Nonn.D.16.103.
2 criar con cariño, mimar por parte de padres adoptivos, nodrizas o ayos: Océano y Tetis a Hera Il.14.202, 303, un abuelo a su nieto Il.16.191, Euriclea a Odiseo Od.19.354, Quirón a Aquiles, Pi.N.3.58, cf. Od.11.250, 15.450, 18.323, Hes.Fr.31.3, 165, Th.480, h.Ven.115, 231, A.R.4.1739, Opp.C.2.616, Q.S.7.59, la isla de Cos al rey Ptolomeo, Theoc.17.58, padres a hijos, Mosch.2.12, ἥ μ' ἔτεχ' ἥ μ' ἀτίτηλε AP 7.334.5, Nonn.D.3.379
•en cont. dudosos, Hes.Fr.31.3, Anacr.60.6, Simon.14.96.4.
3 halagar, agasajar a adultos, c. dat. instrum. τί με σκιράφοισ' ἀτιτάλλεις; ¿por qué me halagas con zalamerías? Hippon.128, Ἀρσίνοα πάντεσσι καλοῖς ἀτιτάλλει Ἄδωνιν Theoc.15.111.
• Etimología: De la misma familia que ἄττα, ἀταλός, etc. Quizá a partir de *ἀτταλi̯ω c. introducción de ι entre ττ, o bien c. red. expresiva en el interior del tema.
Greek Monolingual
ἀτιτάλλω (Α)
1. ανατρέφω, ανασταίνω, μεγαλώνω
2. περιποιούμαι κάποιον
3. αποπλανώ, παρασύρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αταλός, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό].
Greek Monotonic
ἀτῐτάλλω: αναδιπλ. τύπος του ἀτάλλω, ανατρέφω παιδί, φροντίζω, περιποιούμαι, επιβλέπω, σε Όμηρ.· λέγεται για άλογα, Παθ., χῆν ἀτιταλλομένην ἐνὶ οἴκῳ, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀτῐτάλλω: (ᾰτ)
1) выращивать, воспитывать (παῖδα Hom.; Ζῆνα ἐν Κρήτῃ Hes.; γόνον Pind.; βρέφος νεογιλλόν Theocr.);
2) лелеять, холить или украшать (πάντεσσι καλοῖς Ἄδωνιν Theocr.).
Frisk Etymological English
See also: ἀταλός