δέλφαξ: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(1b) |
(1b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δέλφαξ:''' ᾰκος ἡ<br /><b class="num">1)</b> свинья Her., Arph.;<br /><b class="num">2)</b> поросенок Arst. | |elrutext='''δέλφαξ:''' ᾰκος ἡ<br /><b class="num">1)</b> свинья Her., Arph.;<br /><b class="num">2)</b> поросенок Arst. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=-ακος<br />Grammatical information: f. (m.)<br />Meaning: <b class="b2">mother swine</b>, as opposed to <b class="b3">χοῖρος</b> (Ion.-Att.).<br />Derivatives: Dimin. <b class="b3">δελφάκιον</b> (Att.) and <b class="b3">δελφακίς</b> (pap. and Ostr.); also <b class="b3">δελφακίνη</b> <b class="b2">id.</b> (Epich. 124, 2; Chantr. Form. 204), adj. <b class="b3">δελφάκειος</b> (Pherekr.). Denomin. <b class="b3">δελφακόομαι</b> <b class="b2">become δ.</b> (Ar. Ach. 786).<br />Origin: IE [Indo-European] [373] <b class="b2">*gʷelbʰu-</b> [[womb]]<br />Etymology: Cf. <b class="b3">κόραξ</b>, <b class="b3">σκύλαξ</b> (Schwyzer 497, Chantraine 377ff.) and like these in detail unclear. Probaly from a word for [[womb]] (<b class="b3">δελφύς</b>?, <b class="b3">*δέλφος</b>?, s. <b class="b3">ἀδελφός</b>). Cf. [[δέλφιξ]], [[δελφίς]], [[Δελφοί]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:33, 3 January 2019
English (LSJ)
ᾰκος, ἡ (cf. Ath.9.375a, ὁ, Epich.100.4, Sopat.5, Pl.Com. 110), Hippon.70 B, Hdt.2.70, Ar.Fr.506.4, Eup.281, Theopomp. Com. 48, Arist.HA573b13:—
A pig, ll. cc., etc.; full-grown, opp. χοῖρος, Ar. Byz. ap. Ath. l.c.; sacrificed to Persephone, IG3.77.7.
German (Pape)
[Seite 544] ακος, ὁ u. ἡ, B. A. p. 88; Ath. IX, 374 d 656 f; Schwein, Her. 2, 70; oft comici. Von Arist. an Ferkel, H. A. 6, 18.
Greek (Liddell-Scott)
δέλφαξ: -ᾰκος, ἡ, κυρίως θηλ. (Ἀθήν. 375Α), καὶ οὕτως εὕρηται παρ’ Ἡροδ. 2. 70, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 421, Εὐπόλ. Χρυσ. γεν. 11, Θεόπομπ. Πηνελ. 2, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 18, 19· ἀλλ’ ἀρσεν., Ἐπίχ. 71 Ahr., Πλάτ. Κωμ. Ποιητ. 5· - μικρός, νέος χοῖρος, χοιρίδιον, ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ.· θυσιαζόμενον εἰς τὴν Περσεφόνην, Συλλ. Ἐπιγρ. 523.
French (Bailly abrégé)
ακος (ἡ, postér. ὁ)
1 cochon, porcelet, animal;
2 pudenda muliebria.
Étymologie: DELG pê de δελφύς si le mot s’applique essentiellement à la jeune truie adulte.
Spanish (DGE)
-ᾰκος, ἡ
• Morfología: [tb. ὁ]
1 cerdo adulto, Anaxil.12, Sopat.5, Nicoch.22, op. χοῖρος Cratin.155, Euang.1.6, Ar.Byz.Fr.170, Ἐφεσίη δ. quizá ref. a una mujer, Hippon.136
•cerdo joven, lechón o lechoncillo Anan.5.4, Hdt.2.70, Epich.51.4, S.Fr.671, Philox.Leuc.(b) 27, Pl.Com.118, Epicr.6.4, Eub.14.4, Crobyl.6.1, Ar.Fr.520.6, Eup.301, Theopomp.Com.49, Arist.HA 573b13, PSI 379.6, 22, PPetr.2.25(a).10, BGU 1495.3 (todos III a.C.), PTeb.883.7 (II a.C.), IG 12(2).72.9 (Mitilene II a.C.), IG 22.1367.7 (I d.C.), Hdn.Epim.18, Aesop.87, Ael.NA 8.27, Alciphr.2.29.1, POxy.3425 (IV d.C.), 2048.5 (V d.C.), Aët.13.12.
2 cóm. coño Cratin.4.
• Etimología: Deriv. en -αξ (como κόραξ, σκύλαξ) de la r. que da lugar a δελφίς, δελφύς qq.u., e.e. *gu̯elbh-.
Greek Monolingual
ο (Α δέλφαξ, ο, η)
νεοελλ.
μικρό πηδητικό Έντομο της οικογένειας τών δελφακιδών
αρχ.
χοίρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δέλφαξ, που σχηματίζεται όπως τα κόραξ, σκύλαξ κ.ά., είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίχθηκε ότι προήλθε από κάποια αρχαία λ. με σημ. «μήτρα, κοιλιά» (ίσως δελφύς ή δέλφος, το) απ' όπου έλαβε τη σημ. «έμβρυο» και έπειτα «νεαρό ζώο», για να δηλώσει τελικά το «μικρό γουρούνι». Το δέλφαξ στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται για το θηλυκό και σπανίως για το αρσενικό, ενώ η λ. χοίρος χρησιμοποιείται γενικότερα, δηλώνοντας σπανιότερα και το νεαρό ζώο].
Greek Monotonic
δέλφαξ: -ᾰκος, ἡ, νεαρό γουρούνι, γουρουνάκι, χοιρίδιο, σε Ηρόδ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέλφαξ -ακος, ἡ, ὁ [δελφύς: baarmoeder?] varken.
Russian (Dvoretsky)
δέλφαξ: ᾰκος ἡ
1) свинья Her., Arph.;
2) поросенок Arst.
Frisk Etymological English
-ακος
Grammatical information: f. (m.)
Meaning: mother swine, as opposed to χοῖρος (Ion.-Att.).
Derivatives: Dimin. δελφάκιον (Att.) and δελφακίς (pap. and Ostr.); also δελφακίνη id. (Epich. 124, 2; Chantr. Form. 204), adj. δελφάκειος (Pherekr.). Denomin. δελφακόομαι become δ. (Ar. Ach. 786).
Origin: IE [Indo-European] [373] *gʷelbʰu- womb
Etymology: Cf. κόραξ, σκύλαξ (Schwyzer 497, Chantraine 377ff.) and like these in detail unclear. Probaly from a word for womb (δελφύς?, *δέλφος?, s. ἀδελφός). Cf. δέλφιξ, δελφίς, Δελφοί.