Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐρωδιός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(2)
m (Text replacement - "" to "·")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρωδιός''': ὁ, τὸ [[ὄρνεον]] ὁ [[ἐρωδιός]], κοινῶς «ῥωδιός», «ψαροφάγος», Λατ. ardea, Ἰλ. Κ. 274, [[Σιμωνίδης]] Ἰαμβογρ. 7, Ἀριστοφ. Ὄρν. 886, κλ.˙ [[ὡσαύτως]] ῥωδιός, Ἱππῶναξ 59: - ὑπὸ Ἀριστ. μνημονεύονται [[τρία]] εἴδη ἐρωδιῶν: ὁ πέλλος, πιθ. ὁ κοινὸς [[ἐρωδιός]], Ardea cinarea ὁ [[λευκός]], Α. egretta ὁ [[ἀστερίας]], Α. stelleris, περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23˙ ὁ ἐρωδιὸς περὶ οὗ λέγει ὁ Ὅμ. (Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.) ὅτι ἐν τῷ βαθεῖ σκότει τῆς νυκτὸς ἔπεμψεν αὐτὸν ἡ [[Ἀθηνᾶ]] εἰς τὸν Ὀδυσσέα καὶ τὸν Διομήδη [[ὅπως]] ἐμπνεύσῃ αὐτοῖς θάρρος, ἦτο πιθανῶς ὁ Α. nycticorax, ὁ [[νυκτοκόραξ]]. -Καθ’ Ἡρῳδιανὸν (Β΄, 924) ἐρῳδιός.
|lstext='''ἐρωδιός''': ὁ, τὸ [[ὄρνεον]] ὁ [[ἐρωδιός]], κοινῶς «ῥωδιός», «ψαροφάγος», Λατ. ardea, Ἰλ. Κ. 274, [[Σιμωνίδης]] Ἰαμβογρ. 7, Ἀριστοφ. Ὄρν. 886, κλ.˙ [[ὡσαύτως]] ῥωδιός, Ἱππῶναξ 59: - ὑπὸ Ἀριστ. μνημονεύονται [[τρία]] εἴδη ἐρωδιῶν: ὁ πέλλος, πιθ. ὁ κοινὸς [[ἐρωδιός]], Ardea cinarea· ὁ [[λευκός]], Α. egretta· ὁ [[ἀστερίας]], Α. stelleris, περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23˙ ὁ ἐρωδιὸς περὶ οὗ λέγει ὁ Ὅμ. (Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.) ὅτι ἐν τῷ βαθεῖ σκότει τῆς νυκτὸς ἔπεμψεν αὐτὸν ἡ [[Ἀθηνᾶ]] εἰς τὸν Ὀδυσσέα καὶ τὸν Διομήδη [[ὅπως]] ἐμπνεύσῃ αὐτοῖς θάρρος, ἦτο πιθανῶς ὁ Α. nycticorax, ὁ [[νυκτοκόραξ]]. -Καθ’ Ἡρῳδιανὸν (Β΄, 924) ἐρῳδιός.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 16:58, 6 January 2019

German (Pape)

[Seite 1040] ὁ, der Reiher, Il. 10, 274, wo er rechtsfliegend als glückverkündender Vogel erscheint; Aesch. frg. 257; Ar. Av. 886; Arist. H. A. 8, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρωδιός: ὁ, τὸ ὄρνεονἐρωδιός, κοινῶς «ῥωδιός», «ψαροφάγος», Λατ. ardea, Ἰλ. Κ. 274, Σιμωνίδης Ἰαμβογρ. 7, Ἀριστοφ. Ὄρν. 886, κλ.˙ ὡσαύτως ῥωδιός, Ἱππῶναξ 59: - ὑπὸ Ἀριστ. μνημονεύονται τρία εἴδη ἐρωδιῶν: ὁ πέλλος, πιθ. ὁ κοινὸς ἐρωδιός, Ardea cinarea· ὁ λευκός, Α. egretta· ὁ ἀστερίας, Α. stelleris, περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23˙ ὁ ἐρωδιὸς περὶ οὗ λέγει ὁ Ὅμ. (Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.) ὅτι ἐν τῷ βαθεῖ σκότει τῆς νυκτὸς ἔπεμψεν αὐτὸν ἡ Ἀθηνᾶ εἰς τὸν Ὀδυσσέα καὶ τὸν Διομήδη ὅπως ἐμπνεύσῃ αὐτοῖς θάρρος, ἦτο πιθανῶς ὁ Α. nycticorax, ὁ νυκτοκόραξ. -Καθ’ Ἡρῳδιανὸν (Β΄, 924) ἐρῳδιός.

Greek Monolingual

και, ρωδιός και αρωδιός, ο (AM ἔρωδιός και ῥωδιὸς)
γένος πτηνών της οικογένειας τών ερωδιιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη σχηματισμένη με επίθημα -ιός, όπως και σε άλλες ονομασίες πτηνών (πρβλ. αιγωλιός, αιγυπιός, χαραδριός κ.ά.). Συνδέεται πιθ. με λατ. ardea, με την ίδια σημ. και λιγότερο στενά με σερβ. rόda «πελαργός». Η γραφή του τ. με υπογεγραμμένη (ερῳδιός) στον Ηρωδιανό πρέπει να είναι υστερογενής και να οφείλεται σε αναλογία προς τα επίθετα σε -ίδιος].

Greek Monotonic

ἐρωδιός: ὁ, ερωδιός ή ψαροφάγος, Λατ. ardea, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρωδιός: ὁ цапля (Ardea major L) Hom., Aesch., Arph. etc.