ζωμήρυσις: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ζωμήρῠσις:''' εως ἡ суповая ложка, ковшик Anth.
|elrutext='''ζωμήρῠσις:''' εως ἡ суповая ложка, ковшик Anth.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ζωμ-ήρῠσις, εως [[ζωμός]], [[ἀρύω]]<br />a [[soup]]-[[ladle]], Anth.
}}
}}

Revision as of 23:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωμήρῠσις Medium diacritics: ζωμήρυσις Low diacritics: ζωμήρυσις Capitals: ΖΩΜΗΡΥΣΙΣ
Transliteration A: zōmḗrysis Transliteration B: zōmērysis Transliteration C: zomirysis Beta Code: zwmh/rusis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀρύω A)

   A soup-ladle, Antiph.249, Philem.Jun.1.6, Anaxipp.6.1, IG22.1416 (iv B.C.), Ath.3.126d, AP6.101 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1143] ἡ, Schaumlöffel, τἉν λίπους ἀφρολόγον Philp. 13 (VI, 101); vgl. Ath. VII, 291 c.

Greek (Liddell-Scott)

ζωμήρῠσις: -εως, ἡ, (ἀρύω) «κουτάλα ζωμοῦ, «ἡ τοῦ λίπους ἀφρηλόγος» Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 32, Φιλήμ. Νεώτ. Ἀποσπ. 1, Ἀνάξιππ. Κιθαρ. 1. Ἀθήν. 126D, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 161. 3, Ἀνθ. Π. 6. 101.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
cuiller à potage.
Étymologie: ζωμός, ἀρύω.

Greek Monolingual

ζωμήρυσις, ἡ (Α)
μεγάλο κουτάλι που χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική για τη συγκέντρωση και απόρριψη τών αφρών που εμφανίζονταν κατά τον βρασμό, ιδίως του κρέατος, δηλ. για το ξάφρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωμός + άρυσις < αρύω«αντλώ υγρό» με έκταση του α' φωνήεντος του β' συνθετικού].

Greek Monotonic

ζωμήρῠσις: -εως, ἡ (ζωμός, ἀρύω), κουτάλα της σούπας, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ζωμήρῠσις: εως ἡ суповая ложка, ковшик Anth.

Middle Liddell

ζωμ-ήρῠσις, εως ζωμός, ἀρύω
a soup-ladle, Anth.