Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἴτης: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἴτης:''' ου (ῐ) ὁ [[εἶμι]] (= [[ἰταμός]])<br /><b class="num">1)</b> смелый, отважный, решительный ([[ἀνδρεῖος]] καὶ ἴ. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> дерзкий, наглый (τολμηρὸς καὶ ἴ. Arph.).
|elrutext='''ἴτης:''' ου (ῐ) ὁ [[εἶμι]] (= [[ἰταμός]])<br /><b class="num">1)</b> смелый, отважный, решительный ([[ἀνδρεῖος]] καὶ ἴ. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> дерзкий, наглый (τολμηρὸς καὶ ἴ. Arph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἴτης]], ου, = [[ἰταμός]], Ar., Plat.]
}}
}}

Revision as of 23:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴτης Medium diacritics: ἴτης Low diacritics: ίτης Capitals: ΙΤΗΣ
Transliteration A: ítēs Transliteration B: itēs Transliteration C: itis Beta Code: i)/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A = ἰταμός, Ar.Nu.445, Pl.Smp.203d; ἴτας γε ἐφ' ἃ οἱ πολλοὶ φοβοῦνται ἰέναι Id.Prt.349e, cf. 359c; ἴ. καὶ πολυπράγμων D.C.55.18.

German (Pape)

[Seite 1274] ὁ (εἶμι, vgl. ἰταμός), der dreist, keck auf Etwas losgeht, auch tadelnd, frech, unverschämt, Ar. Nubb. 445, neben θρασύς, τολμηρός, Schol. ἀναιδής. Bei Plat. neben ἀνδρεῖος καὶ σύντονος, Conv. 203 d, vgl. Prot. 349 e; Sp., D. Cass. 55, 18 ἴτης καὶ πολυπράγμων.

Greek (Liddell-Scott)

ἴτης: -ου, ὁ, = ἰταμός, θρασύς, τολμηρός, ῥιψοκίνδυνος, Ἀριστοφ. Νεφ. 445, Πλάτ. Συμπ. 203D· καὶ ἴτας γε ἐφ’ ἃ οἱ πολλοὶ φοβοῦνται ἰέναι ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 349Ε, πρβλ. 349C.

French (Bailly abrégé)

ου;
qui marche en avant ; résolu, brave.
Étymologie: εἶμι.

Greek Monolingual

ἴτης, ὁ (Α)
ιταμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιταμός].

Greek Monotonic

ἴτης: -ου, ὁ, = ἰταμός, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἴτης: ου (ῐ) ὁ εἶμι (= ἰταμός)
1) смелый, отважный, решительный (ἀνδρεῖος καὶ ἴ. Plat.);
2) дерзкий, наглый (τολμηρὸς καὶ ἴ. Arph.).

Middle Liddell

ἴτης, ου, = ἰταμός, Ar., Plat.]