μικροψυχία: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μικροψῡχία:''' ἡ низменный образ мыслей, пошлость или малодушие (μ. καὶ [[ταπεινότης]] Arst.; μ. καὶ [[ἀσθένεια]] Plut.).
|elrutext='''μικροψῡχία:''' ἡ низменный образ мыслей, пошлость или малодушие (μ. καὶ [[ταπεινότης]] Arst.; μ. καὶ [[ἀσθένεια]] Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῑκροψῡχία, ἡ,<br />[[littleness]] of [[soul]], [[meanness]] of [[spirit]], Dem., Arist. [from μῑκρόψῡχος]
}}
}}

Revision as of 04:10, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικροψῡχία Medium diacritics: μικροψυχία Low diacritics: μικροψυχία Capitals: ΜΙΚΡΟΨΥΧΙΑ
Transliteration A: mikropsychía Transliteration B: mikropsychia Transliteration C: mikropsychia Beta Code: mikroyuxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A littleness of soul, meanness of spirit, Isoc.5.79, D.18.279,19.193, Arist.EN1125a33, Men. Georg.Fr.3, Cic.Att.9.11.4, Longin.4.7.

German (Pape)

[Seite 185] ἡ, kleine Seele, niedrige Gesinnung, Kleinmuth; Isocr. 5, 79; καὶ ταπεινότης, Arist. rhet. 2, 6; Men. bei Stob. fl. 20, 22; Luc. Prom. 9; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκροψῡχία: ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις μικρόψυχος, τὸ νὰ ἔχῃ ταπεινὸν φρόνημα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μεγαλοψυχία, Ἰσοκρ. 98Α, Δημ. 319. 5., 401. 18, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 37. 2) τὸ περὶ τὰ μικρὰ φιλόνεικον, φιλονεικία, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
petitesse d’âme ou de caractère, bassesse de sentiments.
Étymologie: μικρόψυχος.

Greek Monolingual

και μικροψυχιά, η (ΑΜ μικροψυχία) μικρόψυχος
μικρότητα ψυχής, ποταπότητα φρονήματος, μηδαμινότητα, ευτέλεια
νεοελλ.-μσν.
έλλειψη ψυχικής δύναμης ή γενναιότητας, ολιγοψυχία, λιποψυχία, δειλία
μσν.
απογοήτευση, αποκαρδίωση
αρχ.
φιλονικία για ταπεινά και ασήμαντα πράγματα.

Greek Monotonic

μῑκροψυχία: ἡ, μικροψυχία, το αδύναμο φρόνημα, σε Δημ., Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μικροψῡχία: ἡ низменный образ мыслей, пошлость или малодушие (μ. καὶ ταπεινότης Arst.; μ. καὶ ἀσθένεια Plut.).

Middle Liddell

μῑκροψῡχία, ἡ,
littleness of soul, meanness of spirit, Dem., Arist. [from μῑκρόψῡχος]