νηκτός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source
(3b)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''νηκτός:''' плавающий, т. е. водяной (τὰ θηρία Plut.; [[ἰχθύς]] Anth.).
|elrutext='''νηκτός:''' плавающий, т. е. водяной (τὰ θηρία Plut.; [[ἰχθύς]] Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νηκτός]], ή, όν [[νήχω]]<br />[[swimming]], Anth.
}}
}}

Revision as of 04:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηκτός Medium diacritics: νηκτός Low diacritics: νηκτός Capitals: ΝΗΚΤΟΣ
Transliteration A: nēktós Transliteration B: nēktos Transliteration C: niktos Beta Code: nhkto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A swimming, opp. χερσαῖος, Arist. Mu.398b31, cf. Plu.2.636e; ν. πλῆθος ἰχθύων Vett.Val.344.15, cf.AP 6.4 (Leon.); of a shield, ib.9.115; in air as well as water, Ph.1.14; τὸ πτηνὸν καὶ πεζὸν καὶ νηκτόν Gal.18(1).207; but τὸ ν. power of swimming, Anacreont.24.5.

Greek (Liddell-Scott)

νηκτός: -ή, -όν, ὁ νηχόμενος, ἀντίθετ. τῷ χερσαῖος, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 16, Πλούτ. 2. 636Ε· ἐπὶ ἰχθύος, Ἀνθ. Π. 4. 196· ἐπὶ τῆς ἀσπίδος τοῦ Ἀχιλλέως, ἣν ἡ θάλασσα ἐκόμισεν ἐπιπλέουσαν παρὰ τὸν τύμβον τοῦ Αἴαντος, αὐτόθι 9. 115: ἐν τῷ ἀέρι ὡς καὶ ἐν τῷ ὕδατι, Φίλων 1. 14· - τὸ νηκτόν, ἡ δύναμις τοῦ νήχεσθαι, κολυμβᾶν, Ἀνακρεόντ. 24. 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui nage.
Étymologie: adj. verb. de νήχομαι.

Greek Monolingual

-ή, -ο (ΑΜ νηκτός, -ή, -όν)
αυτός που κολυμπά στο νερό
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το νηκτό(ν)
βιολ. το άθροισμα τών πελαγικών ζώων τα οποία κολυμπούν ενεργητικά και ανεξάρτητα από την κίνηση τών υδάτινων μαζών που τά περιβάλλουν
μσν.
το ουδ. ως ουσ. ψάρι
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. η φυσική ιδιότητα ή επιτηδειότητα στην κολύμβηση, η ικανότητα του να κολυμπά κανείς
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που πετά στον αέρα («τὸ πτηνὸν καὶ πεζὸν καὶ νηκτόν», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήχω. Ο τ. στο ουδ. νηκτό(ν) ως νεοελλ. όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nekton / necton < νηκτός < νήχω «κολυμπώ»].

Greek Monotonic

νηκτός: -ή, -όν (νήχω), αυτός που κολυμπάει, κολυμβητής, αυτός που πλέει στη θάλασσα αντίθ. προς το χερσαῖος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νηκτός: плавающий, т. е. водяной (τὰ θηρία Plut.; ἰχθύς Anth.).

Middle Liddell

νηκτός, ή, όν νήχω
swimming, Anth.