οἴναρον: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(3b) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''οἴναρον:''' τό виноградный лист Xen. | |elrutext='''οἴναρον:''' τό виноградный лист Xen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=οἴνᾰρον, ου, τό, [[οἴνη]]<br />a [[vine]]-[[leaf]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:35, 10 January 2019
English (LSJ)
τό,
A vine-leaf or tendril, X.Oec.19.18, Thphr.HP9.13.5, Babr.34.2 (v.l. οἰνάσιν), etc. II vine, Alciphr. 3.22.
Greek (Liddell-Scott)
οἴνᾰρον: τό, = τῷ προηγ., Ξεν. Οἰκ. 19, 18, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 5, κτλ. ΙΙ. ἡ ἄμπελος, Ἀλκίφρων 3. 22.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 feuille de vigne, pampre;
2 vigne.
Étymologie: οἴνη.
Greek Monolingual
οἴναρον, τὸ (Α)
1. το φύλλο ή το κλαδί της αμπέλου (α. «ἄμπελος περιτανύουσα τὰ οἴναρα», Ξεν.
β. «ἄμπελος διατηρεῑ τὸν καρπὸν ἄνευ οἰνάρων», Θεόφρ.)
2. το κλήμα, η άμπελος («ὁλόκληρους ἀπέτεμον τῶν οἰνάρων, τοὺς βότρυς», Αλκίφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. -αρον (πρβλ. φάλος: φάλ-αρον)].
Greek Monotonic
οἴνᾰρον: τό (οἴνη), αμπελόφυλλο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
οἴναρον: τό виноградный лист Xen.