πολυαρκής: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολυαρκής:''' богатейший, изобильный ([[ποταμός]] Her.; [[πόλις]] Plut.).
|elrutext='''πολυαρκής:''' богатейший, изобильный ([[ποταμός]] Her.; [[πόλις]] Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=πολυαρκής -ές [πολύς, ἀρκέω] rijk aan hulpbronnen; duurzaam: subst.. τὸ πολυαρκές τῆς ταριχείας het duurzame effect van balseming Luc. 38.15.
}}
}}

Revision as of 08:05, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠαρκής Medium diacritics: πολυαρκής Low diacritics: πολυαρκής Capitals: ΠΟΛΥΑΡΚΗΣ
Transliteration A: polyarkḗs Transliteration B: polyarkēs Transliteration C: polyarkis Beta Code: poluarkh/s

English (LSJ)

ές, (ἀρκέω)

   A much-helpful, supplying many wants, mostly in Sup. -έστατος, [ποταμός] Hdt.4.53; γῆ D.H.1.36; πόλις Plu.Alex.26; λογισμός Ael.NA Prooem.; τὸ πολυαρκὲς τῆς ταριχείας durability, Luc.Nec.15. Adv. -κῶς Hsch.    2 = ἀσφόδελος, Gloss. (dub.).

German (Pape)

[Seite 659] ές, für Viele, oder sehr hinreichend; Luc. Necyom. 15 u. Sp.; πολυαρκέστατος ποταμός, Her. 4, 53, sehr groß, wie πόλις Plut. Alex. 26; γῆ, D. Hal. 1, 36. – Adv. πολυαρκῶς, erkl. Hesych. τελείως ἀρκῶν.

Greek (Liddell-Scott)

πολυαρκής: -ές, (ἀρκέω) ὁ λίαν βοηθητικός, ὁ εἰς πολλὰς ἀνάγκας ἐξαρκῶν, πολυαρκέστατος ποταμὸς Ἡρόδ. 4. 53· γῆ Διον. Ἁλ. 1. 36· -εστάτη πόλις Πλουτ. Ἀλέξ. 26· ― τὸ π. ἡ διάρκεια, Λουκ. Νεκυομαντ. 15. Ἐπίρρ. πολυαρκῶς· «τελείως ἀρκῶν» Ἡσύχ. ― Κατὰ τὸν Ζηκίδην γραπτέον πολυάρκης καὶ ἐπίρρ. πολυάρκως.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui suffit amplement ; riche, abondant ; τὸ πολυαρκές LUC abondance durable;
Sp. πολυαρκέστατος.
Étymologie: πολύς, ἀρκέω.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που επαρκεί για πολλές ανάγκες, ο επαρκής για πολλούς ή ο πολύ επαρκής ή ο πολύ επαρκής («ὅς ἐστι μέγιστός τε... καὶ πολυαρκέστατος», Ηρόδ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ο πολυαρκής
άλλη ονομασία του φυτού ασφόδελος
3. το ουδ. ως ουσ. το πολυαρκές
η διάρκεια («διά το πολυαρκές της ταριχείας» Λουκιαν.).
επίρρ...
πολυαρκώς
εντελώς επαρκώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -αρκής (< ἀρκῶ), πρβλ. ολιγ-αρκής].

Greek Monotonic

πολυαρκής: -ές (ἀρκέω), αυτός που καλύπτει πολλές ανάγκες, σε Ηρόδ.· τὸπολυαρκές, ανθεκτικότητα, αντοχή, σταθερότητα, διάρκεια, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

πολυαρκής: богатейший, изобильный (ποταμός Her.; πόλις Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυαρκής -ές [πολύς, ἀρκέω] rijk aan hulpbronnen; duurzaam: subst.. τὸ πολυαρκές τῆς ταριχείας het duurzame effect van balseming Luc. 38.15.