συναπεργάζομαι: Difference between revisions
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
(4) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> aider à achever, à accomplir <i>ou</i> à exécuter;<br /><b>2</b> venir en aide à, compléter <i>ou</i> achever l’effet (de la parole par la diction, le geste, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπεργάζομαι]]. | |btext=<b>1</b> aider à achever, à accomplir <i>ou</i> à exécuter;<br /><b>2</b> venir en aide à, compléter <i>ou</i> achever l’effet (de la parole par la diction, le geste, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀπεργάζομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:20, 1 January 2019
English (LSJ)
A help in finishing or completing, Pl.R.443e, Ti.38e. II σ. τοὺς μύθους τῇ λέξει, τοῖς σχήμασι, elaborate the plots by language and gestures, Arist.Po.1455a22,30; of an orator, σ. σχήμασι καὶ φωναῖς καὶ ἐσθῆτι καὶ ὅλως τῇ ὑποκρίσει help the effect by the use of gestures, etc., Id.Rh.1386a31.
German (Pape)
[Seite 1001] dep. med., mit od. zugleich fertig machen, bereiten helfen; Plat. Tim. 38 e Rep. IV, 473 a; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
συναπεργάζομαι: ἀποθετ., ἀπεργάζομαι ὁμοῦ, τελειώνω ὁμοῦ, Πλάτ. Πολ. 443Ε, Τίμ. 38Ε. ΙΙ. σ. τοὺς μύθους τῇ λέξει, τοῖς σχήμασι, βοηθῶ διὰ τῆς γλώσσης καὶ τῶν κινήσεων τοῦ σώματος τὴν ἐξιστόρησιν τῶν μύθων ὥστε νὰ φέρωσιν ἀποτέλεσμα ἐπὶ τοὺς ἀκούοντας, Ἀριστ. Ποιητ. 17, 1, πρβλ. 3· οὕτως ἐπὶ ῥήτορος, σ. σχήμασι καὶ φωναῖς καὶ ἐσθῆτι καὶ ὅλως τῇ ὑποκρίσει ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 8, 14.
French (Bailly abrégé)
1 aider à achever, à accomplir ou à exécuter;
2 venir en aide à, compléter ou achever l’effet (de la parole par la diction, le geste, etc.).
Étymologie: σύν, ἀπεργάζομαι.
Greek Monolingual
Α ἀπεργάζομαι
1. βοηθώ στην ετοιμασία ή στην αποπεράτωση ενέργειας ή έργου («συνελθούσας ἐπιτελειῶσαι καὶ συναπεργάσασθαι τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων τὸ κάλλιστον», Πλούτ.)
2. βελτιώνω
3. φρ. «συναπεργάζομαι τοὺς μύθους τῇ λέξει καὶ τοῑς σχήμασι» — βοηθώ με τη γλώσσα και με τις κινήσεις του σώματος την εξιστόρηση τών μύθων ώστε να έχουν αποτέλεσμα σε εκείνους που ακούν.
Greek Monotonic
συναπεργάζομαι: αποθ., βοηθώ στην επίτευξη ενός έργου, αποπερατώνω μαζί, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-απεργάζομαι helpen afmaken, mede tot stand brengen, met acc.: ταύτην τὴν ἕξιν σ. die dispositie helpen afmaken Plat. Resp. 443e; τοὺς μύθους... τῇ λέξει συναπεργάζεσθαι de plot mede afmaken door het taalgebruik Aristot. Poët. 1455a21.
Russian (Dvoretsky)
συναπεργάζομαι: 1) вместе совершать (τὸ κάλλιστον ἔργον Plut.);
2) вместе созидать (χρόνον Plat.);
3) обрабатывать, оформлять, восполнять: σ. τοῖς σχήμασι (sc. τοὺς μύθους) Arst. сопровождать речи жестами.