καταγελάω: Difference between revisions
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(nl) |
(1ab) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατα-γελάω uitlachen, bespotten, met gen.:; καταγελᾷς ἤδη σύ μου; ben je me nu al belachelijk aan het maken? Aristoph. Ach. 1081; met dat.:; πολλὰ τῷ ἀγάλματι κατεγέλασε hij dreef uitvoerig de spot met het beeld Hdt. 3.37.2; abs. honend lachen. | |elnltext=κατα-γελάω uitlachen, bespotten, met gen.:; καταγελᾷς ἤδη σύ μου; ben je me nu al belachelijk aan het maken? Aristoph. Ach. 1081; met dat.:; πολλὰ τῷ ἀγάλματι κατεγέλασε hij dreef uitvoerig de spot met het beeld Hdt. 3.37.2; abs. honend lachen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. άσομαι Pass., perf. -γεγέλασμαι<br /><b class="num">1.</b> to [[laugh]] at, [[jeer]] or [[mock]] at, c. gen., Hdt., Ar., etc.; also c. dat., Hdt.:—absol. to [[laugh]] [[scornfully]], Eur., Ar., etc.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. to [[laugh]] [[down]], [[deride]], Eur.: —Pass. to be derided, Aesch., Ar., etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 9 January 2019
English (LSJ)
fut.
A -άσομαι Lys.3.9, late -γελάσω Hsch. s.v. κατακριδεύσει:— Pass., fut. -γελασθήσομαι Epict.Ench.22: pf. -γεγέλασμαι Luc.DMort.1.1: plpf. κατεγεγέλαστο Id.Icar.19:—laugh, jeer at, c. gen., Hdt.5.68, Ar.Ach.1081, And.4.29, Pl.Grg.482d: also c. dat., Hdt.3.37, 4.79, al.: abs., laugh scornfully, mock, E.IA372 (troch.), Ar. Eq.161, X.An.1.9.13, Pl.Prt.319c, D.21.151; ἅπαντες καταγελῶσιν, ὅταν τις . . Epicur.Nat.28.9; ἐπί τινι Them.Or.22.272b. 2 c. acc., laugh down, deride, E.Ba.286, LXXSi.7.11:—Pass., to be derided, ὑπό τινος A.Ag.1271, Ar.Ach.680; καταγελάμενος (Dor.pres. part. Pass.) ὑπὸ τῶν ἄλλων IG4.951.123 (Epid.); τὸ εὔηθες καταγελασθὲν ἠφανίσθη Th.3.83; τὸ καταγελᾶσθαι γὰρ πολὺ αἴσχιόν ἐστι Men.Epit.Fr.7, cf. Pl.Euthphr.3c, al.
German (Pape)
[Seite 1341] (s. γελάω), fut. καταγελάσομαι, act. nur Hesych., verlachen, verspotten, gew. τινός, Ar. Ach. 1080; κατεγέλασε τῶν Σικυωνίων Her. 5, 68; Plat. Gorg. 482 d u. öfter, wie Folgde; auch absol., sich ins Fäustchen lachen, Eur. I. T. 372 Ar. Equ. 161 Plat. Prot. 323 b Xen. An. 1, 9, 13; vgl. Buttm. zu Dem. Mid. p. 84, wo es übh. = lachen ist; auch τινί, Her. 3, 37. 155; ἐπί τινι, Themist.; c. accus., Eur. Bacch. 286; LXX.; pass., καταγελωμένην μέγα φίλων ὕπο Aesch. Ag. 1244, wie Ar. Ach. 680; τὸ εὔηθες καταγελασθὲν ἠφανίσθη Thuc. 3, 83; vgl. Plat. Rep. I, 330 d; καταγεγέλασται Luc. D. Mort. 1, 1.
Greek (Liddell-Scott)
καταγελάω: μέλλ. -άσομαι: παθ. πρκμ. -γεγέλασμαι:-ὡς καὶ νῦν, περιγελῶ, ἐμπαίζω, μετὰ γεν., Ἡρόδ. 5. 68, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1081, Ἀνδοκ. 33. 6, Πλάτ., κλ.· ἀλλὰ παρ’ Ἡροδ. ὡσαύτως μετὰ δοτ., π.χ. 3. 37, 38, 155., 4. 79, πρβλ. Schweigh. εἰς 7. 9, καὶ ἴδε καταείδω: -ἀπολ., γελῶ ἐμπαικτικῶς, περιγελῶ, Εὐρ. Ι. Α. 372, Ἀριστοφ. Ἱππ. 161, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 13, Δημ. 563. 28 (ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ), ἔνθα ἴδε Βουττμ. 2) μετ’αἰτ., σκώπτω, χλευάζω τινά, Εὐρ. Βάκχ. 286, Ἑβδ. (Σειράχ. 7. 11):-Παθ., καταγελωμένην μέγα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1271, Ἀριστοφ. Ἀχ. 680· τὸ εὔηθες καταγελασθὲν ἠφανίσθη Θουκ. 3. 83· τὸ καταγελᾶσθαι μὲν πολὺ αἴσχιστόν ἐστι Μένανδρ. ἐν «Ἐπιτρέπουσιν» 3· πρβλ. Πλάτ. Εὐθύφρ. 3C, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. καταγελάσομαι, Pass. ao. κατεγελάσθην, pf. καταγεγέλασμαι;
rire de, se moquer de, gén. ou dat..
Étymologie: κατά, γελάω.
English (Strong)
to laugh down, i.e. deride: laugh to scorn.
English (Thayer)
καταγέλω: imperfect 3rd person plural κατεγέλων; to deride (A. V. laugh to scorn): τίνος, anyone (cf. Buttmann, § 132,15), Aeschylus and) Herodotus down; the Sept..)
Greek Monotonic
καταγελάω: μέλ. -άσομαι — Παθ., παρακ. -γεγέλασμαι·
1. χλευάζω, περιγελώ ή εμπαίζω, περιπαίζω, με γεν., σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· επίσης με δοτ., σε Ηρόδ.· απόλ., γελώ περιπαικτικά, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.
2. με αιτ., χλευάζω, περιγελώ, σε Ευρ. — Παθ., γίνομαι περίγελως, αντικείμενο χλευασμού, σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
καταγελάω: (fut. καταγελάσομαι; pass.: aor. κατεγελάσθην, pf. καταγεγέλασμαι) осмеивать, насмехаться (τινος Her., Arph., Plat., Arst., NT, реже τινι Her., редко τινα Eur.): οὐ κ. ἐᾶν τινα Xen. не позволить кому-л. издеваться, т. е. торжествовать; τὸ εὔηθες, καταγελασθέν, ἠφανίσθη Thuc. душевная простота, став предметом насмешек, исчезла; τὸ καταγελασθῆναι ἴσως οὐδὲν πρᾶγμα Plat. быть предметом насмешек - это, пожалуй, пустяки.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-γελάω uitlachen, bespotten, met gen.:; καταγελᾷς ἤδη σύ μου; ben je me nu al belachelijk aan het maken? Aristoph. Ach. 1081; met dat.:; πολλὰ τῷ ἀγάλματι κατεγέλασε hij dreef uitvoerig de spot met het beeld Hdt. 3.37.2; abs. honend lachen.
Middle Liddell
fut. άσομαι Pass., perf. -γεγέλασμαι
1. to laugh at, jeer or mock at, c. gen., Hdt., Ar., etc.; also c. dat., Hdt.:—absol. to laugh scornfully, Eur., Ar., etc.
2. c. acc. to laugh down, deride, Eur.: —Pass. to be derided, Aesch., Ar., etc.