κεραμεικός: Difference between revisions

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
(nl)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kerameikos
|Transliteration C=kerameikos
|Beta Code=kerameiko/s
|Beta Code=kerameiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κεραμικός]] (cf. <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>166.29</span>), τροχός <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mech.</span>851b20</span>, cf.<span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>7.2</span>, Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">Κεραμεικός, ὁ</b>, <b class="b2">the Potters' Quarter</b> at Athens, <span class="bibl">Menecl.3</span>, cf. Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>395</span>, <span class="bibl"><span class="title">Eq.</span>769</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ra.</span>131</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[κεραμικός]] (cf. <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>166.29</span>), τροχός <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mech.</span>851b20</span>, cf.<span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>7.2</span>, Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">Κεραμεικός, ὁ</b>, <b class="b2">the Potters' Quarter</b> at Athens, <span class="bibl">Menecl.3</span>, cf. Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>395</span>, <span class="bibl"><span class="title">Eq.</span>769</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ra.</span>131</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:59, 11 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμεικός Medium diacritics: κεραμεικός Low diacritics: κεραμεικός Capitals: ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ
Transliteration A: kerameikós Transliteration B: kerameikos Transliteration C: kerameikos Beta Code: kerameiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A = κεραμικός (cf. A.D.Adv.166.29), τροχός Arist.Mech.851b20, cf.X.Smp.7.2, Hsch.    II Κεραμεικός, ὁ, the Potters' Quarter at Athens, Menecl.3, cf. Sch.Ar.Av.395, Eq.769, Ra.131.

German (Pape)

[Seite 1420] den Töpfer betreffend; τροχός, Töpferscheibe, Xen. Conv. 7, 2; 8. Emp. adv. phys. 2, 51; – nach Hesych. κεραμεικὴ μάστιξ, = ὀστρακισμός, soll wohl κεραμική heißen, s. unten u. vgl. Lob. zu Phryn. 147. – S. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμεικός: -ή, -όν, πιθαν. ἐσφαλμένον ἀντὶ τοῦ κεραμικός, Ἀριστ. Μηχαν. 8.β1, καὶ Ἡσύχ. (ἴδε ἐν λ. κεραμικός). ΙΙ. Κεραμεικός, ὁ, ἡ συνοικία τῶν κεραμέων· ἐν Ἀθήναις δύο τόποι ἔφερον τὸ ὄνομα τοῦτο, ὁ μὲν ἐντὸς ὁ δὲ ἐκτὸς τοῦ διπύλου, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 769· ἐν τῷ ἐκτὸς Κεραμεικῷ ἐθάπτοντο οἱ ἐν πολέμῳ ἀποθανόντες, πρβλ. Θουκ. 2. 34, πρὸς τὸν Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 395· ἐνταῦθα δὲ ἐγίνετο καὶ ἡ λαμπαδηφορία, Σχόλ. εἰς Βατρ. 129. 1125· ἴδε Λεξικ. Γεωγρ. ἐν λέξ., ἴδε καὶ κεραμικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ κεραμεικός, ή, -όν) κέραμος
1. κεραμικός
2. το θηλ. ως ουσ. η κεραμεική (ενν. τέχνη)
η τέχνη της κατασκευής αγγείων από πηλό, η κεραμική
3. (το αρσ. ως κύρ. όν.) ο Κεραμεικός
η περιοχή του νεκροταφείου της αρχαίας Αθήνας
4. φρ. «Κεραμεικός κόλπος» — βαθύς κόλπος της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας μεταξύ τών χερσονήσων της Αλικαρνασσού και της Κνίδου
νεοελλ.
1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Κεραμεικός
νεοκλασικό κτήριο εργοστασίου αγγειοπλαστικής στο Νέο Φάληρο
2. φρ. α) «βιομηχανική κεραμεική» — ο βιομηχανικός κλάδος που ασχολείται με την παραγωγή πήλινων αντικειμένων
β) «τα ανάκτορα του Κεραμεικού» — τα παλαιά βασιλικά ανάκτορα του Παρισιού στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα, ανάμεσα στο Λούβρο και στα Ηλύσια Πεδία.

Russian (Dvoretsky)

κερᾰμεικός: гончарный (τροχός Xen., Arst., Sext.).

Russian (Dvoretsky)

κερᾰμεικός: II ὁ гончар, горшечник Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραμεικός -ή -όν [κεραμεύς] pottenbakkers-; subst. ὁ Κεραμεικός Kerameikos, pottenbakkerswijk in Athene.