πυγαῖος: Difference between revisions
(nl) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πυγαῖος -α -ον [πυγή] van de billen: subst. τὸ πυγαῖον achterste, billen. Hp. Art. 57; τὸ π. ἄκρον stuitje Hdt. 2.76.2. | |elnltext=πυγαῖος -α -ον [πυγή] van de billen: subst. τὸ πυγαῖον achterste, billen. Hp. Art. 57; τὸ π. ἄκρον stuitje Hdt. 2.76.2. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πῡγαῖος, η, ον [[πυγή]]<br />of or on the [[rump]]: τὸ πυγαῖον = ἡ [[πυγή]], the [[rump]], Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:45, 10 January 2019
English (LSJ)
α, ον, (πυγή)
A of or on the rump: I τὸ π.,= ἡ πυγή, Hp. Art.57,78, Arist.HA620a15: pl., Archipp.41 (s.v.l.), Sor.1.102, Dsc. Eup.2.56, Hsch., Phot.; τὸ π. ἄκρον, of a bird, Hdt.2.76. II πυγαῖα, τά, in Architecture,= σπεῖρα, base of a column, Hsch. III = κατάπυγος, Suid. IV v. πυγλίον.
German (Pape)
[Seite 813] zum Steiß gehörig, am Steiß; τὸ πυγαῖον ἄκρον, der Bürzel der Vögel, Her. 2, 76, wie Arist. H. A. 9, 35. – Τὸ πυγαῖον, bei Sp. = πυγή, Poll. 2, 183; – τὰ πυγαῖα in der Baukunst die Unterlage der Säulen, der Säulenstuhl, sonst σπεῖρα, VLL. – Nach Suid. auch = κατάπυγος.
Greek (Liddell-Scott)
πῡγαῖος: -α, -ον, (πυγή) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πυγὴν ἢ ὁ ἐν τῇ πυγῆ, Ι. τὸ πυγαῖον = ἡ πυγή, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 823, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 35· τὸ π. ἄκρον, ἐπὶ πτηνοῦ, Ἡρόδ. 2. 76· - ὡσαύτως ἡ πυγαία, Πολυδ. Β΄, 183. ΙΙ. πυγαῖα, τὰ, ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, ἡ βάσις κίονος, ἀλλαχοῦ σπεῖρα· «πυγαῖα· τὰς σπείρας τῶν κιόνων» Ἡσύχ. 2) «τοῦ σώματος ἡμῶν τὰ κατὰ τὸ ἱερὸν ὀστοῦν» Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ. πυγαῖα. ΙΙΙ. «πυγαῖος, ὁ ἀκόλαστος» Σουΐδ. ἐν λ. πυγαία.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
des fesses ; τὸ πυγαῖον ἄκρον croupion.
Étymologie: πυγή.
Greek Monolingual
-α, -ο / πυγαῑος, -αία, -ον, ΝΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυγή, στην ουρά, ουραίος, οπίσθιος («τῶν πτερύγων καὶ τοῡ πυγαίου ἄκρου», Ηρόδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πυγαία
βάση κίονα, βάθρο στύλου ή στήλης
νεοελλ.
το ουδ. εν. ως ουσ. το πυγαίο(ν)
στρ. το οπίσθιο τμήμα του σωλήνα πυροβόλου
αρχ.
1. (κατά το λεξ. Σούδα) ο ακόλαστος, ο κίναιδος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πυγαῑον
η πυγή
3. (το θηλ. εν και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ πυγαία και τὰ πυγαῑα
η περιοχή του ιερού οστού του ανθρώπινου σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυγή + κατάλ. -αῖος (πρβλ. αγορ-αίος)].
Greek Monotonic
πῡγαῖος: -α, -ον (πυγή), αυτός που ανήκει ή βρίσκεται πάνω στον γλουτό· τὸ πυγαῖον = ἡ πυγή, γλουτός, πισινός, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυγαῖος -α -ον [πυγή] van de billen: subst. τὸ πυγαῖον achterste, billen. Hp. Art. 57; τὸ π. ἄκρον stuitje Hdt. 2.76.2.
Middle Liddell
πῡγαῖος, η, ον πυγή
of or on the rump: τὸ πυγαῖον = ἡ πυγή, the rump, Hdt.