στρατοπεδεία: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=στρατοπεδεία -ας, ἡ [στρατόπεδον] kampement, plaats van het legerkamp.
|elnltext=στρατοπεδεία -ας, ἡ [στρατόπεδον] kampement, plaats van het legerkamp.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στρᾰτοπεδεία, ἡ, = [[στρατοπέδευσις]], Xen.]
}}
}}

Revision as of 01:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτοπεδεία Medium diacritics: στρατοπεδεία Low diacritics: στρατοπεδεία Capitals: ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΕΙΑ
Transliteration A: stratopedeía Transliteration B: stratopedeia Transliteration C: stratopedeia Beta Code: stratopedei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A encampment, X.HG4.1.24, Aen.Tact.16.15, LXX Jo.4.3, Plb.1.48.10, al., D.H.10.23, Ael. Tact.3.3.

German (Pape)

[Seite 952] ἡ, = στρατοπέδευσις; Xen. Hell. 4, 1, 24; D. Hal. 3, 55 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτοπεδεία: ἡ, = στρατοπέδευσις, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 24, Διον. Ἁλ. 10. 36.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
campement.
Étymologie: στρατόπεδον.

Greek Monolingual

η, ΝΑ στρατοπεδεύω
νεοελλ.
φρ. «υπηρεσία στρατοπεδείας»
στρ. ειδική ομάδα αξιωματικών και οπλιτών που έχει αρμοδιότητα να ανιχνεύει μια περιοχή και να βρίσκει τόπο κατάλληλο για την εγκατάσταση στρατιωτικής μονάδας
αρχ.
στρατοπέδευση.

Greek Monotonic

στρᾰτοπεδεία: ἡ, = στρατοπέδευσις, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰτοπεδεία: ἡ Xen., Polyb. = στρατοπέδευσις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρατοπεδεία -ας, ἡ [στρατόπεδον] kampement, plaats van het legerkamp.

Middle Liddell

στρᾰτοπεδεία, ἡ, = στρατοπέδευσις, Xen.]