Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τυμπανισμός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
(nl)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tympanismos
|Transliteration C=tympanismos
|Beta Code=tumpanismo/s
|Beta Code=tumpanismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">beating of drums, drumming</b>, as the Galli did in the worship of Cybele, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>388</span>; in the Dionysus-cult, <span class="bibl">Str.15.1.8</span>; as a superstitious practice, in pl., Plu.2.171b,338c.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[beating of drums]], [[drumming]], as the Galli did in the worship of Cybele, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>388</span>; in the Dionysus-cult, <span class="bibl">Str.15.1.8</span>; as a superstitious practice, in pl., Plu.2.171b,338c.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:50, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμπᾰνισμός Medium diacritics: τυμπανισμός Low diacritics: τυμπανισμός Capitals: ΤΥΜΠΑΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: tympanismós Transliteration B: tympanismos Transliteration C: tympanismos Beta Code: tumpanismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A beating of drums, drumming, as the Galli did in the worship of Cybele, Ar.Lys.388; in the Dionysus-cult, Str.15.1.8; as a superstitious practice, in pl., Plu.2.171b,338c.

Greek (Liddell-Scott)

τυμπᾰνισμός: ὁ, ἡ κροῦσις τυμπάνων, ὡς οἱ Γάλλοι ἐποίουν τυμπανίζοντες κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς Κυβέλης, Ἀριστοφ. Λυσ. 328· πρβλ. Λοβεκ. Ἀγλαόφ. σ. 652 κἑξ.· - ὅθεν καὶ αὐτὴ αὕτη ἡ λατρεία ἡ ἄλλως καλουμένη μητρῷα ἱερά, Πλάτ. 2. 171Β, 338C. 2) = ἀποκεφαλισμός, Ἀθαν. τ. 2, σ. 334C.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de battre du tambour ; ministère des prêtres de Cybèle.
Étymologie: τυμπανίζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τυμπανίζω
η κρούση τύμπανου, τυμπανοκρουσία, η οποία κατά την αρχαιότητα γινόταν κυρίως στις τελετές προς τιμήν της Κυβέλης και του Διονύσου
νεοελλ.
1. ήχος τύμπανου
2. (ιατρ.-κτην.) α) ο τυμπανικός ήχος που παράγεται κατά την επίκρουση σημείων του σώματος
β) διόγκωση της κοιλιάς που προκαλείται από συσσώρευση αερίων στα έντερα ή στον στόμαχο, μετεωρισμός
3. μτφ. άγριος ξυλοδαρμός
αρχ.
1. συνεκδ. η ιεροτελεστία προς τιμήν της Κυβέλης
2. αποκεφαλισμός.

Russian (Dvoretsky)

τυμπᾰνισμός: ὁ культ.
1) барабанный бой Arph., Plut.;
2) перен. служение богине Кибеле Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυμπανισμός -οῦ, ὁ [τυμπανίζω] het slaan op de tamboerijn.