ψυχαπάτης: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(nl)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ψυχαπάτης -ου [ψυχή, ἀπατάω] als adj. de geest misleidend:. ὄνειρος droom die mijn geest misleidt AP 5.166.6.
|elnltext=ψυχαπάτης -ου [ψυχή, ἀπατάω] als adj. de geest misleidend:. ὄνειρος droom die mijn geest misleidt AP 5.166.6.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψῡχ-ᾰ˘πάτης, ου, ὁ,<br />beguiling the [[soul]], Anth.
}}
}}

Revision as of 02:45, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῡχᾰπάτης Medium diacritics: ψυχαπάτης Low diacritics: ψυχαπάτης Capitals: ΨΥΧΑΠΑΤΗΣ
Transliteration A: psychapátēs Transliteration B: psychapatēs Transliteration C: psychapatis Beta Code: yuxapa/ths

English (LSJ)

[πᾰ], ου, ὁ,

   A beguiling the soul, οἶνος Eratosth.36.5; ὄνειρος AP5.165 (Mel.); στέφανος AP12.256 (Id.), etc.; v. ψυχροπότης.

German (Pape)

[Seite 1403] ὁ, der Seelen täuscht, betrügt, aber auch der Seelen vergnügt, herzerfreuend; Mel. 18 (XII, 81); ὄνειρος 103 (V, 166); στέφανος 2 (XII, 256); οἶνος poet. bei Clem. Al. paedag. 2, 2,28.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχᾰπάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ ἀπατῶν τὴν ψυχήν, οἶνος ψυχαπάτης Ἐρατοσθένης παρὰ Κλήμ. Ἀλέξ. 183· ὄνειρος Ἀνθ. Π. 5. 166· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ καλλιτέρας σημασίας, ὁ εὐφραίνων τὴν ψυχήν, Ἀνθ. Π. 12. 256, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 qui trompe l’âme;
2 qui séduit, captive ou réjouit l’âme.
Étymologie: ψυχή, ἀπατάω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που εξαπατά την ψυχή
2. (με θετ. σημ.) αυτός που τέρπει την ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -απάτης (< ἀπατῶ), πρβλ. ὀρκ-απάτης].

Greek Monotonic

ψῡχᾰπάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, αυτός που εξαπατά την ψυχή, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ψῡχᾰπάτης: ου adj. m
1) обманывающий душу, обманчивый (ὄνειρος Anth.);
2) пленяющий, завлекающий (Ἔρωτος στέφανος Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψυχαπάτης -ου [ψυχή, ἀπατάω] als adj. de geest misleidend:. ὄνειρος droom die mijn geest misleidt AP 5.166.6.

Middle Liddell

ψῡχ-ᾰ˘πάτης, ου, ὁ,
beguiling the soul, Anth.