λοῖσθος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(2)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />λοῑσθος, -ον (Α)<br />[[έσχατος]], ύστατος, [[λοίσθιος]] («[[θάνατος]] λοῑσθος ἰατρὸς κακῶν», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> <i>λοιhισ</i>-<i>θFoς</i>, σύνθ. [[λέξη]] της οποίας το α' συνθετικό συνδέεται ετυμολ. με το συγκριτικού βαθμού γερμ. <i>lais</i>-<i>iz</i> «λιγότερος» και με το αγγλ. <i>less</i> «λιγότερος», ενώ το β' συνθετικό με τα <i>θέω</i> «[[τρέχω]]», [[θοός]] «γρήγορος». Η αρχική σημ. θα ήταν [[επομένως]] «[[εκείνος]] που τρέχει λιγότερο [[γρήγορα]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λοισθήιος]], [[λοίσθημα]], [[λοίσθων]], [[λοισθώνη]]].———————— <b>(II)</b><br />λοῑσθος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[δοκός]], [[δοκάρι]]<br /><b>2.</b> [[κεραία]] ή [[ιστός]] («οὐκ εἶ ὅ μέν τις λοῑσθον ἀρεῑται [[δόρυ]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για το [[λοίσθος]] (I) με εξειδικευμένη σημ. «αυτό που χρησιμοποιείται τελευταίο» (για να ανυψώσει [[κανείς]] σώματα)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />λοῑσθος, -ον (Α)<br />[[έσχατος]], ύστατος, [[λοίσθιος]] («[[θάνατος]] λοῑσθος ἰατρὸς κακῶν», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> <i>λοιhισ</i>-<i>θFoς</i>, σύνθ. [[λέξη]] της οποίας το α' συνθετικό συνδέεται ετυμολ. με το συγκριτικού βαθμού γερμ. <i>lais</i>-<i>iz</i> «λιγότερος» και με το αγγλ. <i>less</i> «λιγότερος», ενώ το β' συνθετικό με τα <i>θέω</i> «[[τρέχω]]», [[θοός]] «γρήγορος». Η αρχική σημ. θα ήταν [[επομένως]] «[[εκείνος]] που τρέχει λιγότερο [[γρήγορα]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[λοισθήιος]], [[λοίσθημα]], [[λοίσθων]], [[λοισθώνη]]].<br /> <b>(II)</b><br />λοῑσθος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[δοκός]], [[δοκάρι]]<br /><b>2.</b> [[κεραία]] ή [[ιστός]] («οὐκ εἶ ὅ μέν τις λοῑσθον ἀρεῑται [[δόρυ]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για το [[λοίσθος]] (I) με εξειδικευμένη σημ. «αυτό που χρησιμοποιείται τελευταίο» (για να ανυψώσει [[κανείς]] σώματα)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοῖσθος Medium diacritics: λοῖσθος Low diacritics: λοίσθος Capitals: ΛΟΙΣΘΟΣ
Transliteration A: loîsthos Transliteration B: loisthos Transliteration C: loisthos Beta Code: loi=sqos

English (LSJ)

(A), ον,

   A left behind, last, Il.23.536, Lyc.163, Euph.51.13, etc.; ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς κακῶν S.Fr.698: Sup. -ότατος last of all, Hes.Th.921; -οτάτας χάριτας the last honours (to the dead), IG14.1721.
λοῖσθος (B), ὁ,

   A beam, λοῖσθοι ἓξ ὥστε μοχλοῖς χρῆσθαι IG22.1673.17 (iv B. C.); boom, gaff, or spar, E.Hel.1597.

Greek (Liddell-Scott)

λοῖσθος: -ον, ἔσχατος, ὕστατος, Ἰλ. Ψ. 536· Ὑπερθ. λοισθότατος, ἔσχατος πάντων, Ἡσ. Θ. 921· λοισθοτάτας χάριτας, τὰς ὑστάτας τιμὰς (τοῦ νεκροῦ), Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 573· - ὡσαύτως παρὰ Τραγ., ὁ θάνατος λοίσθιος ἰατρὸς κακῶν Σοφ. Ἀποσπ. 626, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1597. (Ἐκτεταμένον: λοίσθιος, λοισθήιος· - πρέπει νὰ εἶναι ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ λοιπός, ἴσως εἶδος ὑπερθ., λοίπιστος, λοῖσθος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
extrême, càd dernier, qui vient après tous les autres.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

English (Autenrieth)

(λοιπός): last, Il. 23.536†.

Greek Monolingual

(I)
λοῑσθος, -ον (Α)
έσχατος, ύστατος, λοίσθιοςθάνατος λοῑσθος ἰατρὸς κακῶν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη < λοιhισ-θFoς, σύνθ. λέξη της οποίας το α' συνθετικό συνδέεται ετυμολ. με το συγκριτικού βαθμού γερμ. lais-iz «λιγότερος» και με το αγγλ. less «λιγότερος», ενώ το β' συνθετικό με τα θέω «τρέχω», θοός «γρήγορος». Η αρχική σημ. θα ήταν επομένως «εκείνος που τρέχει λιγότερο γρήγορα».
ΠΑΡ. αρχ. λοισθήιος, λοίσθημα, λοίσθων, λοισθώνη].
(II)
λοῑσθος, ὁ (Α)
1. δοκός, δοκάρι
2. κεραία ή ιστός («οὐκ εἶ ὅ μέν τις λοῑσθον ἀρεῑται δόρυ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για το λοίσθος (I) με εξειδικευμένη σημ. «αυτό που χρησιμοποιείται τελευταίο» (για να ανυψώσει κανείς σώματα)].

Greek Monotonic

λοῖσθος: -ον, = λοῖπος, έσχατος, ύστατος, τελευταίος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· υπερθ. λοισθότατος, έσχατος όλων, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

λοῖσθος: последний, крайний (ἀνήρ Her.): λοῖσθον δόρυ Eur. наконечник копья; λ. ἰατρὸς κακῶν Soph. = θάνατος.

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: adj.
Meaning: the last (Ψ 536).
Derivatives: λοίσθιος (Pi., trag., Theoc., A. R.), (τὸ) λοίσθιον adv. at last. λοισθήϊος regarding the last, (τὰ) λοισθήϊα the last price (Ψ 785, 751; as ἀριστήϊον, -ϊα; cf. Risch 46); λοίσθημα τέλος, πέρας H. (on the nominal deriv. Chantraine Form. 178). Unclear λοίσθωνας τοὺς ἀκρατεῖς περὶ τὰ ἀφροδίσια H. and λοισθώνη ἡ θρασεῖα Suid. - Details in Seiler Steigerungsformen 121; on λοῖσθος: -ιος also Chantraine 37.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etymology. Al suggested explanations are unconvincing: from *λοιhισ-θϜ-ος "the weakest in the course" to θέω and Germ. *laisiz less in NEngl. less a. o. (Osthoff MU 6, 314ff.); from *λοιhισ-τος (WP. 2, 388; rejected by Schwyzer 537 n. 7); to Lith. léidžiu, léisti let, Lat. lūdus game etc. (Danielsson Altital. Stud. 4, 171ff.; Person Beitr. 2, 711 n. 1 a. 962, Brugmann IF 18, 433ff.; in details diff.); from *λοhισ-τος to Goth. las-iws weak, powerless etc. (Solmsen IF 13, 140ff.). Diff. again Scheftelowitz KZ 56, 179: from *sloidh-to- to OCS po-slědьńь ἔσχατος, utmost, last' (from slědъ trace), Lith. slýsti, slýdau glide, ὀλισθάνω etc.; IE *(s)leidh-'slippery, glide' (WP. 2, 707f., Pok. 970f.).
2.
Grammatical information: m.
Meaning: beam (IG 22, 1673, 17; IVa), also as adjunct of δόρυ, covering beam(?) (E. Hel. 1597).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Ngr. λοστός lever, (Hebe-eisen?) seems to suppose an orig. λοϊσθός, s. Georgacas Glotta 36, 168. Further unclear; guess by Persson Beitr. 2, 962 (on p. 711 n. 1): to Latv. laides Bretter am oberen Rand eines Kahnes (after Mühlenbach-Endzelin as "Eingelassenes, Ausgebreitetes" from laĩst let).