σύζευξις: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
m (Text replacement - "''' εως ἡ<b class="num">1)" to "''' εως ἡ<br /><b class="num">1)")
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σύζευξις -εως, ἡ [συζεύγνυμι] verbintenis (in een huwelijk). verbinding, vereniging, koppeling.
|elnltext=σύζευξις -εως, ἡ [συζεύγνυμι] verbintenis (in een huwelijk). verbinding, vereniging, koppeling.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σύζευξις]], εως, [from συζεύγνῡμι]<br />a [[being]] [[yoked]] [[together]], esp. of wedded [[union]], Plat.:—of things, [[close]] [[union]], [[combination]], Plat.
}}
}}

Revision as of 01:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύζευξις Medium diacritics: σύζευξις Low diacritics: σύζευξις Capitals: ΣΥΖΕΥΞΙΣ
Transliteration A: sýzeuxis Transliteration B: syzeuxis Transliteration C: syzefksis Beta Code: su/zeucis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A a being yoked together, esp. of wedded union, Pl.Lg.930b, Arist.Pol.1253b10, 1335a10.    2 of things, close union, combination, Hp.Art.14, Pl.R.508a, Thphr.Sens.73; ὁ τῆς σ. τῆς τούτων ἀριθμός the number of their combinations, Arist.Pol.1290b32; τοσαῦτ' εἴδη . . ὅσαιπερ αἱ σ. τῶν μορίων ib.36; αἱ μέχρι πλείονος τῶν ἄρθρων σ. the confinement of the joints in swaddling clothes, Sor.1.84.    b κατὰ σύζευξιν, of an army marching in parallel columns, Ascl.Tact.11.2.

German (Pape)

[Seite 972] ἡ, Zusammenjochung, Verbindung, bes. durch die Ehe, Plat. Rep. VI, 508 a Legg. XI, 930 b.

Greek (Liddell-Scott)

σύζευξις: -εως, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ὁμοῦ συνεζευγμένος, μάλιστα ἐπὶ τῆς διὰ γάμου ἑνώσεως, Πλάτ. Νόμ. 930Β, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 3, 2., 7. 16. 10. 2) ἐπὶ πραγμάτων, στενὴ ἕνωσις, συναφή, συνένωσις, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792, Πλάτ. Πολ. 508Α· ὁ τῆς συζ. τῆς τούτων ἀριθμός, ὁ ἀριθμὸς τῶν συζυγιῶν ἢ συνδυασμῶν αὐτῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 8· τοσαῦτ’ εἴδη... ὅσαιπερ αἱ συζ. τῶν μορίων αὐτόθι πρβλ. διάμετρος, συνδυασμός.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
état d’animaux attelés au même joug ; d’où
1 union par mariage;
2 p. ext. en parl. de ch. union étroite, combinaison.
Étymologie: συζεύγνυμι.

Greek Monotonic

σύζευξις: -εως, ἡ, σύζευξη, το να είναι ζεμένος κάποιος στον ίδιο ζυγό μαζί με κάποιον άλλο, ζευγάρωμα, συνένωση, σύζευξη, ιδίως λέγεται για τα δεσμά του γάμου, σε Πλάτ.· επίσης, λέγεται για πράγματα, στενή σύνδεση, συνδυασμός, συζυγία, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

σύζευξις: εως ἡ
1) сопряженность, сочетание, связь Plat., Arst.;
2) супружество, брак Plat., Arst.;
3) мат. отношение (ἡ τοῦ Α ὅρου τῷ Γ σ. Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύζευξις -εως, ἡ [συζεύγνυμι] verbintenis (in een huwelijk). verbinding, vereniging, koppeling.

Middle Liddell

σύζευξις, εως, [from συζεύγνῡμι]
a being yoked together, esp. of wedded union, Plat.:—of things, close union, combination, Plat.