ἐπικούρησις: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
m (Text replacement - "''' εως ἡ<b class="num">1)" to "''' εως ἡ<br /><b class="num">1)")
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπικούρησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> помощь (τῆς ἀπορίας Plat.);<br /><b class="num">2)</b> защита (κακῶν Eur.).
|elrutext='''ἐπικούρησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> помощь (τῆς ἀπορίας Plat.);<br /><b class="num">2)</b> защита (κακῶν Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπικούρησις]], εως [from [[ἐπικουρέω]]<br />[[protection]], κακῶν [[against]] evils, Eur.
}}
}}

Revision as of 22:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικούρησις Medium diacritics: ἐπικούρησις Low diacritics: επικούρησις Capitals: ΕΠΙΚΟΥΡΗΣΙΣ
Transliteration A: epikoúrēsis Transliteration B: epikourēsis Transliteration C: epikoyrisis Beta Code: e)pikou/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A succour, protection, Antipho Soph.Oxy.1364.158; τᾶς ἐκ τῶ θῄω γινομένας ἐ. Euryph. ap. Stob.4.39.27; κακῶν against evils, E.Andr.28; τῆς ἀπορίας Pl.Lg.919b.

German (Pape)

[Seite 952] ἡ, Hülfe, κακῶν, gegen Unglücksfälle, Eur. Andr. 28; τῆς ἀπορίας Plat. Legg. XI, 919 b; ἡ ἐκ θεῶν ἐπ. Euryph. Stob. fl. 103, 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικούρησις: -εως, ἡ, βοήθεια, προστασία, τῶν θεῶν Εὐρυφ. παρὰ Στοβ. 555, ἐν τέλει· κακῶν, βοήθειαι ἐναντίον κακῶν, Εὐρ. Ἀνδρ. 28· τῆς ἀπορίας Πλάτ. Νόμ. 919Β.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
secours, protection contre, gén..
Étymologie: ἐπικουρέω.

Greek Monolingual

ἐπικούρησις, ἡ (Α) επικουρώ
1. βοήθεια, προστασία
2. (με γεν.) βοήθεια εναντίον κάποιου (α. «ἐλπίς μ’ ἀεὶ προσῆγε σωθέντος τέκνου ἀλκήν τιν’ εὑρεῑν κἀπικούρησιν κακῶν», Ευρ.
β. «τῇ τῆς ἀπορίας ἐπικουρήσει», Πλάτ.).

Greek Monotonic

ἐπικούρησις: -εως, ἡ, προστασία, κακῶν, έναντι των κακών, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικούρησις: εως ἡ
1) помощь (τῆς ἀπορίας Plat.);
2) защита (κακῶν Eur.).

Middle Liddell

ἐπικούρησις, εως [from ἐπικουρέω
protection, κακῶν against evils, Eur.