καιροφυλακέω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καιροφυλακέω [καιρός, φύλαξ] op de juiste wijze doseren; abs. het juiste moment afwachten.
|elnltext=καιροφυλακέω [καιρός, φύλαξ] op de juiste wijze doseren; abs. het juiste moment afwachten.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=καιρο-φῠλᾰκέω, fut. -ήσω [[φύλαξ]]<br />to [[watch]] for the [[right]] [[time]], Dem.:—also, to [[attend]] on, Luc.
}}
}}

Revision as of 23:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καιροφῠλᾰκέω Medium diacritics: καιροφυλακέω Low diacritics: καιροφυλακέω Capitals: ΚΑΙΡΟΦΥΛΑΚΕΩ
Transliteration A: kairophylakéō Transliteration B: kairophylakeō Transliteration C: kairofylakeo Beta Code: kairofulake/w

English (LSJ)

   A watch for the right time, c. acc., τὴν πόλιν D.23.173, Hyp.Phil.8; τὴν Χρῆσιν Arist.Pol.1337b41; ἔχθραν παλαιάν Olymp.Hist.p.460 D.: abs., App. Pun.88, Mith.70; also, attend on, Luc.Abd.16:—Pass., καιροφυλακεῖται Metrod.Fr.60.

German (Pape)

[Seite 1297] die rechte Zeit abpassen, τὴν χρῆσιν, für die Anwendung, Arist. pol. 8, 3, u. a. Sp.; τὴν πόλιν, eine gelegene Zeit abpassen, um dem Staate zu schaden, Dem. 23, 173; so das pass., καιροφυλακεῖται Metrod. Stob. fl. 45, 26. – Auch = warten, pflegen, Luc. abd. 16.

Greek (Liddell-Scott)

καιροφῠλᾰκέω: περιμένω τὸν προσήκοντα καιρὸν νὰ πράξω τι, παραμονεύω τι, καιροφυλακεῖ τὴν πόλιν ἡμῶν, ὅ ἐστι φυλάττει τοὺς τῆς πόλεως καιρούς, Λατ. tempora urbis observare, Δημ. 678. 17· διὰ τοῦτο δεῖ παιδιὰς εἰσάγεσθαι καιροφυλακοῦντας τὴν χρῆσιν, παρατηροῦντας μετὰ προσοχῆς τὴν χρῆσιν αὐτῶν ἵνα μὴ γένηται κατάχρησις αὐτῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 3, 4· ἀπολ., Ἀππ. Καρχηδ. 58, Μιθρ. 70· ― ὡσαύτως, ἐπιμελοῦμαι, φροντίζω, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 16. ― Παθ., καιροφυλακεῖται Μητρόδ. παρὰ Στοβ. 304. 28. ― Ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται καιροφυλακτέω, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 575, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 296, κἑξ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
guetter l’occasion.
Étymologie: καιρός, φύλαξ.

Greek Monotonic

καιροφῠλᾰκέω: μέλ. -ήσω, (φύλαξ), περιμένω την κατάλληλη στιγμή, σε Δημ.· επίσης, επιμελούμαι, φροντίζω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

καιροφῠλᾰκέω:
1) подстерегать удобный случай, выжидать, улучить (χρῆσιν Arst. - v. l. καιροφυλακτέω);
2) наблюдать, следить: κ. πόλιν Dem. следить за ходом дел города;
3) ухаживать (за больным) Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καιροφυλακέω [καιρός, φύλαξ] op de juiste wijze doseren; abs. het juiste moment afwachten.

Middle Liddell

καιρο-φῠλᾰκέω, fut. -ήσω φύλαξ
to watch for the right time, Dem.:—also, to attend on, Luc.