λινόδετος: Difference between revisions
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
m (Text replacement - "˙" to "·") |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λῐνόδετος:''' Eur., Arph. = [[λινόδεσμος]]. | |elrutext='''λῐνόδετος:''' Eur., Arph. = [[λινόδεσμος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λῐνό-δετος, ον [δέω]<br />[[bound]] with [[flaxen]] cords, Eur.; [[λινόδετος]] τοῦ ποδός tied by the [[foot]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ον, (δέω)
A bound with flaxen cords, χαλινοί E.IT1043; πέδη (of the Hellespont) Tim. Pers.85; λ. ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός tied by the foot, Ar.Nu. 764.
German (Pape)
[Seite 49] mit leinenen, flächsenen Stricken gebunden; χαλινοί, Ankertaue, Eur. I. T. 1043; Ar. Ran. 763.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνόδετος: -ον, (δέω) δεδεμένος διὰ λινῶν σχοινίων, χαλινοὶ Εὐρ. Ι. Τ. 1043· δεδεμένος διὰ κλωστῆς, λ., ὥσπερ μηλολόνθην τοῦ ποδός, δεδεμένην ἐκ τοῦ ποδὸς (ὡς καὶ νῦν ποιοῦσι τὰ παιδία ἐν Ἑλλάδι), Ἀριστοφ. Νεφ. 763.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. λινόδεσμος.
Étymologie: λίνον, δέω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λινόδετος, -ον)
δεμένος με λινό σχοινί («οὗ ναῡς χαλινοῑς λινοδέτοις ὁρμεῑ σέθεν», Ευρ.)
νεοελλ.
(για βιβλίο) επενδεδυμένος με λινό ύφασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -δετος (< δέω), πρβλ. νευρό-δετος, ταυρό-δετος].
Greek Monotonic
λῐνόδετος: -ον (δέω), δεμένος με σχοινιά από λινάρι, σε Ευρ.· λινόδετος τοῦ ποδός, δεμένος από τα πόδια, φασκιωμένος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λῐνόδετος: Eur., Arph. = λινόδεσμος.
Middle Liddell
λῐνό-δετος, ον [δέω]
bound with flaxen cords, Eur.; λινόδετος τοῦ ποδός tied by the foot, Ar.