λάχνος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''λάχνος:''' ὁ овечья шерсть, руно Hom.
|elrutext='''λάχνος:''' ὁ овечья шерсть, руно Hom.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λάχνος]], ὁ, = [[λάχνη]]<br />[[wool]], Od.
}}
}}

Revision as of 12:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάχνος Medium diacritics: λάχνος Low diacritics: λάχνος Capitals: ΛΑΧΝΟΣ
Transliteration A: láchnos Transliteration B: lachnos Transliteration C: lachnos Beta Code: la/xnos

English (LSJ)

(A), ὁ,

   A = λάχνη, wool, Od.9.445; v.l. λαχμός (c).
λάχνος (B), ὁ,

   A glutton, Gloss.; cf. λάγνος, λίχνος.

German (Pape)

[Seite 20] ὁ, = λάχνη, Schaafwolle, Od. 9, 445.

Greek (Liddell-Scott)

λάχνος: ὁ, = λάχνη, ἔριον, Ὀδ. Ι. 445· διάφ. γραφ. λαχμός.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
toison de brebis.
Étymologie: cf. λάχνη.

English (Autenrieth)

= λάχνη, wool, Od. 9.445†.

Greek Monolingual

(I)
λάχνος, ὁ (Α)
λάχνη, χνούδι, τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του λάχνη.
(II)
λάχνος, ὁ (Α)
λαίμαργος, αδηφάγος.
(III)
ο
ζωολ. γένος εντόμων της οικογένειας aphididae.

Greek Monotonic

λάχνος: ὁ, = λάχνη, μαλλί, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

λάχνος: ὁ овечья шерсть, руно Hom.

Middle Liddell

λάχνος, ὁ, = λάχνη
wool, Od.