ἀκριβολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191
(1a)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akrivologos
|Transliteration C=akrivologos
|Beta Code=a)kribolo/gos
|Beta Code=a)kribolo/gos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">precise in argument</b>, in pl., Timo <span class="bibl">25.2</span>.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[precise in argument]], in pl., Timo <span class="bibl">25.2</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:26, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρῑβολόγος Medium diacritics: ἀκριβολόγος Low diacritics: ακριβολόγος Capitals: ΑΚΡΙΒΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: akribológos Transliteration B: akribologos Transliteration C: akrivologos Beta Code: a)kribolo/gos

English (LSJ)

ον,

   A precise in argument, in pl., Timo 25.2.

German (Pape)

[Seite 81] genau redend, Tim. bei Diog. L. 2, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρῐβολόγος: -ον, ἀκριβὴς ἐν λόγῳ, ἐν ἐπιχειρήμασι λογικοῖς, κατὰ πληθ., Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle avec précision.
Étymologie: ἀκριβής, λέγω³.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ argumento sutil ἀκριβολόγους ἀποφήνας Timo SHell.799.

Greek Monolingual

ο, η (Α ἀκριβολόγος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που εκφράζεται με σαφήνεια, με ακρίβεια, που κυριολεκτεί
2. αυτός που ο λόγος του χαρακτηρίζεται από συνέπεια, ενάργεια και ορθότητα
αρχ.
αυτός που μεταχειρίζεται λογικά επιχειρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκριβὴς + -λόγος < λέγω.
ΠΑΡ. ακριβολογία
αρχ.-μσν.
ἀκριβολογοῦμαι
νεοελλ.
ακριβολογώ].
-η, -ο
1. αυτός που μιλάει σπάνια και με συντομία
2. αυτός που μιλάει με μέτρο και σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο- + -λογος < λέγω.

Greek Monotonic

ἀκρῑβολόγος: -ον, αυτός που επιχειρηματολογεί με ακρίβεια.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρῑβολόγος: ὁ строго рассуждающий оратор, ревнитель точности Diog. L.

Middle Liddell

precise in argument.