εὐάρμοστος: Difference between revisions
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
(1ab) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evarmostos | |Transliteration C=evarmostos | ||
|Beta Code=eu)a/rmostos | |Beta Code=eu)a/rmostos | ||
|Definition=ον, (ἁρμόζω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">well-joined, harmonious</b>, κάλαμοι <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>702</span> (lyr.); <b class="b3">μέλος</b>, <b class="b3">ὄνομα</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>655a</span>, <span class="bibl"><span class="title">Cra.</span>405a</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> of men, <b class="b2">well-tempered</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span> 2.6.1</span>; | |Definition=ον, (ἁρμόζω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">well-joined, harmonious</b>, κάλαμοι <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>702</span> (lyr.); <b class="b3">μέλος</b>, <b class="b3">ὄνομα</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>655a</span>, <span class="bibl"><span class="title">Cra.</span>405a</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> of men, <b class="b2">well-tempered</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span> 2.6.1</span>; [[accommodating]], [[harmonious]], πρὸς ἅπαντα τὴν ἕξιν τῆς ψυχῆς εὐ. ἔχειν <span class="bibl">Isoc.12.32</span>; εὐ. ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχων <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>413e</span>: Comp. and Sup., <span class="bibl">Id.<span class="title">Prt.</span>326b</span>, <span class="bibl"><span class="title">R.</span>412a</span>; <b class="b3">τὸ εὐ</b>., = [[εὐαρμοστία]], <span class="bibl">Ph.1.5</span>. Adv. -τως, ἔχειν πρός τι <span class="bibl">Isoc.11.12</span>, cf. Ruf. ap. <span class="bibl">Orib.7.26.135</span>; ἀπηκριβῶσθαι <span class="bibl">Ph.1.33</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:45, 29 June 2020
English (LSJ)
ον, (ἁρμόζω)
A well-joined, harmonious, κάλαμοι E.El.702 (lyr.); μέλος, ὄνομα, Pl.Lg.655a, Cra.405a. II of men, well-tempered, Hp.Epid. 2.6.1; accommodating, harmonious, πρὸς ἅπαντα τὴν ἕξιν τῆς ψυχῆς εὐ. ἔχειν Isoc.12.32; εὐ. ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχων Pl.R.413e: Comp. and Sup., Id.Prt.326b, R.412a; τὸ εὐ., = εὐαρμοστία, Ph.1.5. Adv. -τως, ἔχειν πρός τι Isoc.11.12, cf. Ruf. ap. Orib.7.26.135; ἀπηκριβῶσθαι Ph.1.33.
German (Pape)
[Seite 1057] gut gefügt, κάλαμοι Eur. El. 702; schön componirt, Arist. Eth. eudem. 3, 2; wohl passend, sich gut fügend, schickend, ὄνομα, μέλος, σχῆμα, Plat. Crat. 405 a Legg. II, 655 a; ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχειν, sich in Alles schicken, Rep. III, 413 e; πρός τι, Isocr. 12, 32; Pol. 21, 5, 5 u. Sp. – Adv., εὐαρμόστως ἔχειν πρός τι, Isocr. 11, 12.
Greek (Liddell-Scott)
εὐάρμοστος: -ον, (ἁρμόζω) καλῶς ἡρμοσμένος, ἁρμονικός, κάλαμοι Εὐρ. Ἠλ. 702· μέλος, ὄνομα Πλάτ. Νόμ. 655Α, Κρατ. 405Α. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ καλῶς συμμορφούμενος εἴς τι, ἁρμόδιος, ἐπιτήδειος, πρὸς ἅπαντα Ἰσοκρ. 239C· εὐάρμ. ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχειν Πλάτ. Πολ. 413Ε· - Συγκριτ. καὶ Ὑπερθετ. Πλάτ. Πρωτ. 326Β, Πολ. 412Α· τὸ εὐάρμ. = εὐαρμοστία, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 178D· - Ἐπίρρ., εὐαρμόστως ἔχειν πρός τι Ἰσοκρ. 223Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien ajusté, qui s’accorde bien, harmonieux ; πρός τι, τινι qui se plie ou se prête facilement à qch;
Cp. εὐαρμοστότερος, Sp. εὐαρμοστότατος.
Étymologie: εὖ, ἁρμόττω.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐάρμοστος, -ον)
1. αυτός που είναι καλά προσαρμοσμένος, ο ευκολοπροσάρμοστος, ο ευκολοταίριαστος, ο αρμονικός
2. αυτός που ταιριάζει καλά με κάποιον άλλο, ταιριασμένος («ευάρμοστο ζεύγος νεονύμφων»)
αρχ.
1. αυτός που συμμορφώνεται εύκολα σε κάτι
2. αρμόδιος, επιτήδειος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐάρμοστον
η ευαρμοστία.
επίρρ...
ευαρμόστως και ευάρμοστα (ΑΜ εὐαρμόστως)
με καλή, τέλεια αρμογή, αρμονικά, ταιριασμένα
μσν.
επιτήδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αρμοστός (< αρμόζω)].
Greek Monotonic
εὐάρμοστος: -ον (ἁρμόζω),
I. καλά συνδεδεμένος, αρμονικός, σε Ευρ., Πλάτ.
II. λέγεται για ανθρώπους, βολικός, καλόβολος, επιτήδειος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
εὐάρμοστος:
1) слаженный, хорошо подобранный (κάλαμοι Eur.);
2) стройный, гармоничный (μέλος Plat.);
3) подходящий (ὄνομα Plat.);
4) приспособленный, пригодный (πρός τι Isocr., Polyb., Plut. и τινι Plut.): εὐάρμοστον ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχειν Plat. приноравливаться ко всему.
Middle Liddell
εὐ-άρμοστος, ον ἁρμόζω
I. well-joined, harmonious, Eur., Plat.
II. of men, accommodating, Plat.