εὐσπλαγχνία: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
(1ab) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efsplagchnia | |Transliteration C=efsplagchnia | ||
|Beta Code=eu)splagxni/a | |Beta Code=eu)splagxni/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[good heart]], [[firmness]], <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>192</span>, <span class="bibl"><span class="title">PMasp.</span>97</span><span class="title">D</span>69 (vi A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:40, 30 June 2020
English (LSJ)
ἡ,
A good heart, firmness, E.Rh.192, PMasp.97D69 (vi A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐσπλαγχνία: ἡ, καλὴ καρδία, γενναιοψυχία, σταθερότης, Εὐρ. Ρῆσ. 192. ΙΙ. εὐσπλαγχνία ὡς καὶ νῦν, συμπάθεια, οἶκτος, Ἰωάνν. Μαλαλ. σ. 482, 11, κλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
courage.
Étymologie: εὔσπλαγχνος.
Greek Monolingual
και ευσπλαγχνιά και ευσπλαχνιά και σπλαχνιά, η (ΑΜ εὐσπλαγχνία
Μ και εὐσπλαχνία) εύσπλαγχνος
ευγένεια και λεπτότητα συναισθημάτων για τις ταλαιπωρίες τών άλλων, διάθεση να συμπαρασταθεί κανείς και να βοηθήσει κάποιον που πάσχει, συμπόνια, λύπηση (α. «η ευσπλαγχνία του θεού» β. «κι ως άνθρωποι την ευσπλαγχνιάν ουδόλως θυμηθήκαν» γ. «αλλά με λύπην κιόλας κι ευσπλαγχνίαν», Καβάφ.
δ. «δῶρον δέχεσθαι τῆς ἐμῆς εὐσπλαγχνίας», Ευρ.)
νεοελλ.
1. συμπάθεια, εύνοια («σπλαχνία στους χριστιανούς»)
2. προσήνεια
3. αγάπη, στοργή.
Greek Monotonic
εὐσπλαγχνία: ἡ, καλή καρδιά, γενναιοψυχία, σταθερότητα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὐσπλαγχνία: ἡ мужество, твердость Eur.
Middle Liddell
good heart, firmness, Eur. [from εὔσπλαγχνος