εὔπατρις: Difference between revisions
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
(1ab) |
m (Text replacement - " . ." to "…") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eypatris | |Transliteration C=eypatris | ||
|Beta Code=eu)/patris | |Beta Code=eu)/patris | ||
|Definition=ιδος, ἡ, fem. of foreg., <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">born of a noble sire</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>1077</span> (lyr.); <b class="b3">τίς ἂν εὔ. ὧδε βλάστοι</b>; <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>1081</span> (lyr.); <b class="b3"> | |Definition=ιδος, ἡ, fem. of foreg., <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">born of a noble sire</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>1077</span> (lyr.); <b class="b3">τίς ἂν εὔ. ὧδε βλάστοι</b>; <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>1081</span> (lyr.); <b class="b3">ἐλπίδων… εὐπατρίδων</b> of hopes <b class="b2">derived from those of noble birth</b>, dub. cj. ib.<span class="bibl">858</span> (-<b class="b3">ιδᾶν</b> vel -<b class="b3">ιδῶν</b> codd.). </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> at Rome, <b class="b3">αἱ εὐπάτριδες ἀρχαί</b> <b class="b2">magistratus patricii</b>, <span class="bibl">D.C.46.45</span>: <b class="b3">γυνὴ εὔ</b>., = Lat. <b class="b2">patricia</b>, <span class="bibl">Id.72.5</span> (here acc. sg. -ίδα, but cf. <b class="b3">κακόπατρις, ὁμόπατρις</b>).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:20, 26 February 2019
English (LSJ)
ιδος, ἡ, fem. of foreg.,
A born of a noble sire, E.IA1077 (lyr.); τίς ἂν εὔ. ὧδε βλάστοι; S.El.1081 (lyr.); ἐλπίδων… εὐπατρίδων of hopes derived from those of noble birth, dub. cj. ib.858 (-ιδᾶν vel -ιδῶν codd.). 2 at Rome, αἱ εὐπάτριδες ἀρχαί magistratus patricii, D.C.46.45: γυνὴ εὔ., = Lat. patricia, Id.72.5 (here acc. sg. -ίδα, but cf. κακόπατρις, ὁμόπατρις).
German (Pape)
[Seite 1087] ιδος, ἡ, von gutem, edlem Vater, fem. zum Vorigen; Νηρηΐς Eur. I. A. 1077; Sp.; εὐπάτριδες ἀρχαί, patricische Aemter, D. Cass. 46, 45. – Bei Soph El. 1070 erkl. man = wohlgesinnt
Greek (Liddell-Scott)
εὔπᾰτρις: -ιδος, ἡ, (πατὴρ) ὡς τὸ εὐπατέρεια, γεννηθεῖσα ἐξ εὐγενοῦς πατρός, τᾶς εὐπάτριδος Νηρῇδος Εὐρ. Ι. Α. 1077· οὕτω, τίς ἂν εὔπατρις ὧδε βλάστοι ποία ἄλλη γυνὴ οὕτως εὐγενὴς εἶναι δυνατὸν νὰ γεννηθῇ εἰς τὸν κόσμον; Σοφ. Ἠλ. 1080· ἐλπίδων (ἐκ φίλων Mekler) ἔτι κοινοτόκων εὐπατρίδων τ’ ἀρωγαί, δηλ. ἀρωγαὶ ἐν ἐλπίδι γιγνόμεναι ἀπὸ τοῦ εὐπατρίδου καὶ κοινοτόκου (Ὀρέστου), αὐτόθι 858, ὁ Jebb ἐξέδωκεν εὐπατριδᾶν, ἴδε σημ. αὐτοῦ ἐν τόπῳ. 2) ἐν Ρώμῃ, αἱ εὐπάτριδες ἀρχαί, αἱ τῶν Πατρικίων, Δίων Κ. 46. 45.
French (Bailly abrégé)
ιδος
adj. f.
1 née d’un père noble ; digne d’un noble père;
2 dont les sentiments attestent la noblesse.
Étymologie: εὖ, πατήρ.
Greek Monolingual
εὔπατρις -άτριδος, ἡ (ΑΜ)
(ως θηλ. του ευπατρίδης) αυτή που κατάγεται από ευγενή πατέρα, ευπάτειρα, ευγενής
αρχ.
1. ευσεβής, ευμενής προς κάποιον
2. αυτή που ανήκει ή αναφέρεται στους Ρωμαίους πατρικίους («τὰς εὐπατρίδας ἀρχάς», Δίων Κάσσ.).
Greek Monotonic
εὔπᾰτρις: -ιδος, ἡ (πατήρ), γεννημένη από ευγενή πατέρα, σε Ευρ.· τίςἂν εὔπατρις ὧδε βλάστοι; ποια άλλη τόσο άξια ευγενικής καταγωγής μπορεί να γεννηθεί; σε Σοφ.· ἐλπίδων εὐπατρίδων, λέγεται για ελπίδες που γεννήθηκαν από την ευγενική καταγωγή, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
εὔπατρις: ιδος ἡ adj. f
1) рожденная славным отцом (Νηρηΐς Eur.);
2) (о дочери) благородная, возвышенная: τίς ἂν εὔ. ὧδε βλάστοι; Soph. может ли родиться (еще одна) столь благородная дочь?
Middle Liddell
εὔπᾰτρις, ιδος πατήρ
born of a noble sire, Eur.; τίς ἂν εὔπατρις ὧδε βλάστοι; who could be born so worthy of a noble sire? Soph.; ἐλπίδων εὐπατρίδων of hopes derived from those of noble birth, Soph.