ἰωγή: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(1ab) |
(1b) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἰωγή]], ἡ,<br />[[shelter]], Βορέω ὑπ' ἰωγῇ under [[shelter]] from the [[north]]-[[wind]], Od. [deriv. uncertain] | |mdlsjtxt=[[ἰωγή]], ἡ,<br />[[shelter]], Βορέω ὑπ' ἰωγῇ under [[shelter]] from the [[north]]-[[wind]], Od. [deriv. uncertain] | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ἰωγή''': (ξ 533)<br />{iōgḗ}<br />'''See also''': s. [[ἐπιωγαί]].<br />'''Page''' 1,747 | |||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 2 October 2019
English (LSJ)
ἡ, Ep. word,
A shelter, Βορέω ὑπ' ἰωγῇ under shelter from the north wind, Od.14.533.
German (Pape)
[Seite 1277] ἡ, Schirm, Schutz, VLL. σκέπη; Βορέω ὑπ' ἰωγῇ, im Schutze gegen den Nordwind, Od. 14, 533. Vgl. ἐπιωγή.
Greek (Liddell-Scott)
ἰωγή: ἡ, Ἐπικ. λέξις ὡς τὸ σκέπας, σκέπη, Βορέω ὑπ’ ἰωγή, ὑπὸ σκέπην ἀπὸ τὸν βόρειον ἄνεμον, Ὀδ. Ξ. 533.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
refuge, abri contre (le vent) gén..
Étymologie: p. *ϜιϜωγή, de la R. Ϝαγ briser > ἄγνυμι, litt. lieu où se brisent le vent ou les vagues.
English (Autenrieth)
shelter; βορέω, ‘from’ the wind, Od. 14.533†. Cf. ἐπιωγαί.
Spanish
Greek Monolingual
ἰωγή, ἡ (Α)
σκέπη, στέγη («Βορέω ὑπ' ἰωγῆ» — κάτω από στέγη από τον βόρειο άνεμο, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < FıFωγ-ή, από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα (-Fωγ-) του ρ. ἄγνυ-μι (πρβλ. ἐπιωγή) και διπλασιασμό (Fı-). Είναι επίσης πιθ. ο τ. ἰωγή να προήλθε από τη λ. ἐπι-ωγή με εσφαλμένη σύντμηση: ἐπ-ιωγή].
Greek Monotonic
ἰωγή: ἡ, σκεπή, Βορέω ὑπ' ἰωγῇ, κάτω από καταφύγιο από τον βόρειο άνεμο, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἰωγή: ἡ укрытие, убежище: Βορέω ὑπ᾽ ἰωγῇ Hom. укрывшись от (досл. под защитой) холодного ветра.
Frisk Etymological English
See also: s. ἐπιωγαί.
Middle Liddell
ἰωγή, ἡ,
shelter, Βορέω ὑπ' ἰωγῇ under shelter from the north-wind, Od. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
ἰωγή: (ξ 533)
{iōgḗ}
See also: s. ἐπιωγαί.
Page 1,747