ὑποσκελίζω: Difference between revisions
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(1b) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑποσκελίζω:''' <b class="num">1)</b> подставлять ногу, давать подножку (ὑ. καὶ ἀνατρέπειν Plat.): ὑ. ἀλλήλους Luc. давать друг другу подножку;<br /><b class="num">2)</b> pass. сбиваться с ног, падать (οὐ δυνάμενοι βαδίζειν ὑποσκελίζονται Plut.);<br /><b class="num">3)</b> обманывать, перехитрить (ὑ. καὶ συκοφαντεῖν Dem.). | |elrutext='''ὑποσκελίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> подставлять ногу, давать подножку (ὑ. καὶ ἀνατρέπειν Plat.): ὑ. ἀλλήλους Luc. давать друг другу подножку;<br /><b class="num">2)</b> pass. сбиваться с ног, падать (οὐ δυνάμενοι βαδίζειν ὑποσκελίζονται Plut.);<br /><b class="num">3)</b> обманывать, перехитрить (ὑ. καὶ συκοφαντεῖν Dem.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> to [[trip]] up one's heels, [[upset]], Lat. supplantare, Dem., Luc.<br /><b class="num">2.</b> metaph., ὑπ. καὶ ἀνατρέπων Plat., Dem. | |mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> to [[trip]] up one's heels, [[upset]], Lat. supplantare, Dem., Luc.<br /><b class="num">2.</b> metaph., ὑπ. καὶ ἀνατρέπων Plat., Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 10 January 2019
English (LSJ)
A trip up one's heels, upset, D.54.8; ἀλλήλους Luc. Anach.1; [οἶνος] ὑ. τοὺς πεπωκότας Eub.94.12:—Pass., Ph.2.39, Plu.2.6e; ὁ πρέσρυς ἐκ μέθας ὑπεσκέλισται APl.4.307 (Leon.). 2 metaph., ὑ. καὶ ἀνατρέπων Pl.Euthd.278b; ὑ. καὶ συκοφαντεῖν D.18.138, cf. Phld.Vit.p.24 J.:—Pass., LXX Ps.36(37).31, Ph.2.58,al.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσκελίζω: ἀνατρέπω τινὰ ὑποβάλλων τὸ σκέλος μου, «πεδικλώνω», καταρρίπτω, Λατιν. supplantare, Δημ. 1258. 10· ὑπ. ἀλλήλους Λουκιαν. Ἀνάχ. 1· πολὺς γὰρ (οἶνος δηλ.) εἰς ἓν μικρὸν ἀγγεῖον χυθεὶς ὑποσκελίζει ῥᾷστα τοὺς πεπωκότας Εὔβουλος ἐν «Σεμέλῃ» 1. 12. - Παθ., Πλούτ. 2. 6Ε· ὁ πρέσβυς ἐκ μέθης ὑπεσκέλισται Ἀνθ. Πλαν. 307. 2) μεταφορ., ὑπ. καὶ ἀνατρέπων Πλάτ. Εὐθύδ. 278Β· ὑπ. καὶ συκοφαντεῖν Δημ. 273. 21.
French (Bailly abrégé)
donner un croc-en-jambe ; fig. supplanter, duper.
Étymologie: ὑπό, σκελίζω.
Greek Monolingual
ὑποσκελίζω, ΝΜΑ
ρίχνω κάτω με τρικλοποδιά, πεδικλώνω
νεοελλ.
μτφ. παραγκωνίζω, παραμερίζω κάποιον με πλάγια μέσα («κατόρθωσε να αναρριχηθεί στη θέση του προέδρου υποσκελίζοντας όλους τους ανωτέρους του»)
αρχ.
1. (για κρασί) καταβάλλω, εξασθενίζω («πολὺς γὰρ [[[οἶνος]]] εἰς ἓv μικρὸν ἀγγεῑον χυθεὶς ὑποσκελίζει ῥᾱστα τοὺς πεπωκότας», Εύβουλ.)
2. ξεριζώνω
3. μτφ. υπονομεύω («τὸν λέγοντά τι τῶν ὑμῑν συμφερόντων ὑποσκελίζειν», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σκελίζω «ρίχνω κάτω»].
Greek Monotonic
ὑποσκελίζω:1. ανατρέπω κάποιον βάζοντάς του τρικλοποδιά, αναποδογυρίζω, ρίχνω κάτω, Λατ. supplantare, σε Δημ., Λουκ.
2. μεταφ., ὑποσκελίζων καὶ ἀνατρέπων, σε Πλάτ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποσκελίζω:
1) подставлять ногу, давать подножку (ὑ. καὶ ἀνατρέπειν Plat.): ὑ. ἀλλήλους Luc. давать друг другу подножку;
2) pass. сбиваться с ног, падать (οὐ δυνάμενοι βαδίζειν ὑποσκελίζονται Plut.);
3) обманывать, перехитрить (ὑ. καὶ συκοφαντεῖν Dem.).
Middle Liddell
1. to trip up one's heels, upset, Lat. supplantare, Dem., Luc.
2. metaph., ὑπ. καὶ ἀνατρέπων Plat., Dem.