μητίομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
(1ba)
m (Text replacement - " . ." to "…")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mitiomai
|Transliteration C=mitiomai
|Beta Code=mhti/omai
|Beta Code=mhti/omai
|Definition=(μῆτις) <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>2.92</span> (s.v.l.): fut. -ίσομαι: aor. <b class="b3">ἐμητισάμην</b>: — <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μητιάω]] <span class="bibl">11</span>, <b class="b2">devise, contrive</b>, μητίσομαι ἔχθεα λυγρά <span class="bibl">Il.3.416</span>; τοσσάδε μέρμερ' ἐπ' ἤματι μητίσασθαι <span class="bibl">10.48</span>; μέγα ἔργον ἐμητίσαντο <span class="bibl">Od.12.373</span>; οἱ θάνατον μητίσομαι <span class="bibl">Il.15.349</span>; σχέτλι' ἔργα βορᾶς μητίσασθαι <span class="bibl">Emp.139</span>; πρώτιστον Ἔρωτα θεῶν μητίσατο <span class="bibl">Parm.13</span>; φράζεο . . ὥς κεν ἐγὼ μητίσομ' ἀρωγήν <span class="bibl">A.R.3.1026</span>: c. dupl.acc., ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην <span class="bibl">Od.18.27</span>. [ῑ in fut. and aor., and late Act. μήτῑον <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span> 1333</span>; ῐ in <b class="b3">μητίομαι</b> Pi.l.c.]</span>
|Definition=(μῆτις) <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>2.92</span> (s.v.l.): fut. -ίσομαι: aor. <b class="b3">ἐμητισάμην</b>: — <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[μητιάω]] <span class="bibl">11</span>, <b class="b2">devise, contrive</b>, μητίσομαι ἔχθεα λυγρά <span class="bibl">Il.3.416</span>; τοσσάδε μέρμερ' ἐπ' ἤματι μητίσασθαι <span class="bibl">10.48</span>; μέγα ἔργον ἐμητίσαντο <span class="bibl">Od.12.373</span>; οἱ θάνατον μητίσομαι <span class="bibl">Il.15.349</span>; σχέτλι' ἔργα βορᾶς μητίσασθαι <span class="bibl">Emp.139</span>; πρώτιστον Ἔρωτα θεῶν μητίσατο <span class="bibl">Parm.13</span>; φράζεο… ὥς κεν ἐγὼ μητίσομ' ἀρωγήν <span class="bibl">A.R.3.1026</span>: c. dupl.acc., ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην <span class="bibl">Od.18.27</span>. [ῑ in fut. and aor., and late Act. μήτῑον <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span> 1333</span>; ῐ in <b class="b3">μητίομαι</b> Pi.l.c.]</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:55, 26 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητίομαι Medium diacritics: μητίομαι Low diacritics: μητίομαι Capitals: ΜΗΤΙΟΜΑΙ
Transliteration A: mētíomai Transliteration B: mētiomai Transliteration C: mitiomai Beta Code: mhti/omai

English (LSJ)

(μῆτις) Pi.P.2.92 (s.v.l.): fut. -ίσομαι: aor. ἐμητισάμην: —

   A = μητιάω 11, devise, contrive, μητίσομαι ἔχθεα λυγρά Il.3.416; τοσσάδε μέρμερ' ἐπ' ἤματι μητίσασθαι 10.48; μέγα ἔργον ἐμητίσαντο Od.12.373; οἱ θάνατον μητίσομαι Il.15.349; σχέτλι' ἔργα βορᾶς μητίσασθαι Emp.139; πρώτιστον Ἔρωτα θεῶν μητίσατο Parm.13; φράζεο… ὥς κεν ἐγὼ μητίσομ' ἀρωγήν A.R.3.1026: c. dupl.acc., ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην Od.18.27. [ῑ in fut. and aor., and late Act. μήτῑον Orph.A. 1333; ῐ in μητίομαι Pi.l.c.]

German (Pape)

[Seite 179] = μητιάω, erdenken, ersinnen; φροντίδι μητίονται τυχεῖν, Pind. P. 2, 92; Hom. nur fut. u. aor., μητίσομαι, μητίσασθαι (vor Wolf falsch μητίσσομαι, μητίσσασθαι); αὐτοῦ οἱ θάνατον μητίσομαι, ich will ihm den Tod ersinnen, bereiten, Il. 15, 349; ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην, gegen den ich Uebles ersinnen möchte, 18, 27; ἕταροι μέγα ἔργον ἐμητίσαντο, 12, 373; ὥς κέν τοι ἐγὼ μητίσομ' ἀρωγήν, Ap. Rh. 3, 1026.

Greek (Liddell-Scott)

μητίομαι: μέλλ. -ίσομαι: ἀόρ. ἐμητισάμην· ἀποθ., ὡς τὸ μητιάω κυρίως, μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, σχεδιάζω, μητίσομαι ἔχθεα λυγρὰ Ἰλ. Γ. 416· τοσσάδε μέρμερ’ ἐπ’ ἤματι μητίσασθαι Κ. 48, κτλ.· μέγα ἔργον ἐμητίσαντο Ὀδ. Μ. 373· οἱ θάνατον μητίσομαι Ἰλ. Ο. 349· ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ διπλῆς αἰτ., ὃν ἂν κακὰ μητισαίμην Ὀδ. Σ. 27· πρβλ. μήδομαι 2. Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸν μέλλ. καὶ ἀόρ.· οὕτω, πρώτιστον Ἔρωτα θεῶν μητίσατο Παρμεν. 132· ἀλλ’ ὁ ἐνεστ. μητίομαι ἀπαντᾷ παρὰ Πινδ. Π. 2. 170. [ῑ ἐν μέλλ. καὶ ἀορ., καὶ μήτῑον Ὀρφ. Ἀργ. 1341· ῐ ἐν τῷ τύπῳ μητίομαι Πινδ. ἔνθ’ ἀνωτ.].

French (Bailly abrégé)

f. μητίσομαι;
avoir dans l’esprit, songer, méditer : τί τινι ou τινά τι, méditer ou machiner qch contre qqn.
Étymologie: μῆτις.

English (Autenrieth)

(μῆτις), fut. μητίσομαι, aor. subj. μητίσομαι, opt. μητῖσαίμην, inf. μητίσασθαι: devise, perpetrate upon, τινί τι, and τινά τι, Od. 18.27.

English (Slater)

μητῐομαι
   1 contemplate πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν (P. 2.92)

Greek Monolingual

μητίομαι (Α) [[[μήτις]] (Ι)]
μηχανώμαι, επινοώ, σχεδιάζω, σοφίζομαι («μητίσομαι ἔχθεα λυγρά», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

μητίομαι: μέλ. -ίσομαι [ῑ], αόρ. αʹ ἐμητισάμην, αποθ., επινοώ, μηχανεύομαι, σχεδιάζω, σε Όμηρ.· με διπλή αιτ., μηχανεύομαι συμφορά εναντίον κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

μητίομαι: Hom., Pind. = μητιάω.

Middle Liddell

μητίομαι,
Dep.:— to devise, contrive, plan, Hom.: c. dupl. acc. to plan evil against one, Od.