ὁπλομάχος: Difference between revisions
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oplomachos | |Transliteration C=oplomachos | ||
|Beta Code=o(ploma/xos | |Beta Code=o(ploma/xos | ||
|Definition=[ᾰ], ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[ᾰ], ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[fighting in heavy arms]], <span class="bibl">X.<span class="title">Lac.</span>11.8</span>, <span class="bibl">Plb.2.65.11</span>, <span class="bibl">LXX<span class="title">Is.</span>13.5</span> ; -χοι ἄνδρες <span class="bibl">Alciphr. 1.11</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Subst. <b class="b3">ὁ., ὁ,</b> <b class="b2">one who teaches the use of arms, drillsergeant</b>, opp.amere fencing-master, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>5.10</span>, <span class="bibl">Teles p.50</span> H., <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>298</span> (iii B. C.), <span class="title">SIG</span>697 <span class="title">E</span>11 (Delph., ii B. C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:34, 1 July 2020
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A fighting in heavy arms, X.Lac.11.8, Plb.2.65.11, LXXIs.13.5 ; -χοι ἄνδρες Alciphr. 1.11. II Subst. ὁ., ὁ, one who teaches the use of arms, drillsergeant, opp.amere fencing-master, Thphr.Char.5.10, Teles p.50 H., PCair.Zen.298 (iii B. C.), SIG697 E11 (Delph., ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 360] mit schweren Waffen kämpfend, Xen. Lac. 11, 8; auch der Fechtmeister, der mit eigentlichen Waffen, nicht mit hölzernen Stäben u. dgl. zu kämpfen lehrt, im Ggstz des σκιαμαχεῖν, vgl. Ath. IV, 154; Pol. 2, 65, 11; zwischen παιδοτρίβης u. γυμνασίαρχος genannt, Teles bei Stob. fl. 98, 72.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλομάχος: [ᾰ], -ον, ὁ μαχόμενος διὰ βαρέων ὅπλων Ξεν. Λακ. 11, 8, Πολύβ. 2. 65, 11. ΙΙ. ὁπλομάχος, ὁ, παιδευτὴν τῶν πολεμικῶν, ὁ διδάσκων τὴν χρῆσιν τῶν ὅπλων, ὁ γυμνάζων εἰς τὴν χρῆσιν τῶν πραγματικῶν ὅπλων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ἀσκοῦντα ἁπλῶς εἰς τὴν διὰ ψευδῶν ὅπλων μάχην, Θεοφρ. Χαρακτ. 5, Τέλης παρὰ Στοβ. 535. 21. ― Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΕ΄, σ. 429.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui combat avec des armes pesantes ; subst. ὁ ὁπλομάχος hoplomaque : maître d’armes, instructeur, dans un gymnase.
Étymologie: ὅπλον, μάχομαι.
Greek Monolingual
ο (Α ὁπλομάχος, -ον)
οπλομάχος
αυτός που διδάσκει τη χρήση όπλων γενικά, την οπλομαχία, σε αντιδιαστολή προς τον δάσκαλο της ξιφασκίας
νεοελλ.
ο ασκημένος στη χρήση τών αγχέμαχων ιδίως όπλων ή αυτός που μάχεται με αγχέμαχα όπλα
αρχ.
1. πολεμιστής
2. αυτός που μάχεται με βαρέα όπλα
3. (για μάρτυρα) αυτός που μαρτύρησε για την πίστη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. θηριο-μάχος].
Greek Monotonic
ὁπλομάχος: [ᾰ], -ον (μάχομαι),
I. αυτός που μάχεται φέροντας βαρύ οπλισμό, σε Ξεν.
II. ὁπλομάχος, ὁ, αυτός που διδάσκει τη χρήση όπλων, αξιωματικός υπεύθυνος για την εκγύμναση στρατιωτών, σε Θεόφρ.
Russian (Dvoretsky)
ὁπλομάχος: (ᾰ) сражающийся в тяжелых доспехах Xen., Polyb.
Middle Liddell
ὁπλο-μά˘χος, ον, μάχομαι
I. fighting in heavy arms, Xen.
II. ὁπλ., one who teaches the use of arms, a drill-sergeant, Theophr.