ὀχλώδης: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ochlodis | |Transliteration C=ochlodis | ||
|Beta Code=o)xlw/dhs | |Beta Code=o)xlw/dhs | ||
|Definition=ες, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">turbulent, unruly</b>, θηρίον <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>590b</span>; | |Definition=ες, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">turbulent, unruly</b>, θηρίον <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>590b</span>; [[troublesome]], of sores, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>11</span>; <b class="b3">τὸ ὀ. τῆς παρασκευῆς</b> [[troublesomeness]], <span class="bibl">Th.6.24</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">common, vulgar</b>, δόξα <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Ma.</span>18</span>; θρίαμβος <span class="bibl">Id.<span class="title">Luc.</span> 37</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:40, 28 June 2020
English (LSJ)
ες,
A turbulent, unruly, θηρίον Pl.R.590b; troublesome, of sores, Hp.Fract.11; τὸ ὀ. τῆς παρασκευῆς troublesomeness, Th.6.24. 2 common, vulgar, δόξα Plu.Cat.Ma.18; θρίαμβος Id.Luc. 37.
German (Pape)
[Seite 431] ες, d. i. ὀχλοειδής, dem großen Haufen ähnlich, unruhig, beunruhigend; ὑπὸ τῷ ὀχλώδει θηρίῳ, Plat. Rep. IX, 590 b; θρίαμβος, Plut. Luc. 37; τὸ ὀχλῶδες, Thuc. 6, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ὄχλῳ, ὅθεν, 1) ταραχώδης, ἄτακτος, θηρίον Πλάτ. Πολ. 590Β˙ καθόλου, ὀχληρός, ἐνοχλητικός, ἐπὶ ἑλκῶν, Ἱππ. Ἀγμ. 759˙ τὸ ὀχλ., ἡ ὀχληρότης, Θουκ. 6. 24. 2) κοινός, χυδαῖος, δόξα Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 18˙ θρίαμβος ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλλ. 37.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 tumultueux, turbulent ; τὸ ὀχλῶδες THC le tumulte, les embarras;
2 populaire, commun, vulgaire.
Étymologie: ὄχλος, -ωδης.
Greek Monolingual
ὀχλώδης, -ῶδες (ΑΜ) όχλος
αυτός που προέρχεται από τον όχλο, χυδαίος
αρχ.
1. θορυβώδης, ταραχώδης
2. δυσάρεστος, οχληρός
3. (σχετικά με πληγές) ενοχλητικός
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀχλῶδες
η οχληρότητα.
Greek Monotonic
ὀχλώδης: -ες (εἶδος), κάτι που μοιάζει με όχλο· ομοίως,
1. ταραχώδης, ακυβέρνητος, σε Πλάτ.· τὸ ὀχλῶδες, οχληρότητα, το να προκαλεί κάποιος ενόχληση σε κάποιον, σε Θουκ.
2. κοινός, χυδαίος, λαϊκός, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ὀχλώδης:
1) беспокойный, мятущийся (θηρίον Plat.);
2) общенародный, всеобщий (δόξα, θρίαμβος Plut.).
Middle Liddell
ὀχλ-ώδης, ες εἶδος
like a mob, and so,
1. turbulent, unruly, Plat.; τὸ ὀχλ. troublesomeness, Thuc.
2. common, vulgar, Plut.