Σίβυλλα: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "*" to "*") |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[Σίβυλλα]], ἡ,<br />a [[Sibyl]], [[prophetess]], Ar., Plat. [deriv. uncertain] | |mdlsjtxt=[[Σίβυλλα]], ἡ,<br />a [[Sibyl]], [[prophetess]], Ar., Plat. [deriv. uncertain] | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''Σίβυλλα''': -ης<br />{Síbulla}<br />'''Forms''': (-ιλλα att. Inschr. IV<sup>a</sup>; Schwyzer 256)<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Sibylla]], N. einer Seherin kleinasiat. Ursprungs (Heraklit., Ar., Pl. u.a.; vgl. Nilsson Gr. Rel. I<sup>2</sup> 561 u. 620, v. Wilamowitz Glaube 2, 34 A. 1).<br />'''Derivative''': Davon [[σιβύλλειος]] [[sibyllinisch]], τὰ -εια ‘die sibyll. Bücher’ (D. H., Plu. u. a.), -ιακός ib. (D. S.), -ιστής m. [[sibyllinischer Seher]] (Plu. u. a.), -ιάω ‘nach der S. verlangen, orakelsüchtig sein’ (Ar. ''Eq''. 61), -αίνω ‘wie die S. verkünden’ (D. S.).<br />'''Etymology''' : Etymologie unbekannt; unbegründete Hypothesen von Hrozný Geschichte Vorderasiens (1940) 144 (zu akkad. ''sîbu'' [[alt]]); von Carnoy Ant. class. 24, 23. Vgl. noch Güntert Götter und Geister 32 A. (nichtgriechisch).<br />'''Page''' 2,700 | |||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 2 October 2019
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, Sibyl, Heraclit.92, Ar.Pax 1095,1116, Pl.Phdr. 244b. Early writers only recognize
A one Sibyl (Σίβυλλαι καὶ Βάκιδες, Arist.Pr.954a36, is no exception), first localized at Erythrae or Cumae, Id.Mir.838a6; later, others are mentioned, cf. Str.14.1.34, Paus.10.12.1 sqq., Sch.Pl.l.c., Buresch Klaros p.120. [Σίβιλλα IG22.1534.85 (iv B.C.).]
German (Pape)
[Seite 877] ἡ, die Sibylle, s. nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
Σίβυλλα: ἡ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1095, 1116, Πλάτ. Φαῖδρ. 244Β. ― Κατὰ τὸν Ἱερών. (πρὸς Ἰοβ. 41) ἀντὶ Θεοβούλη (Δωρικ. Σιο-βόλλα), ἡ ἀγγέλλουσα τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ, προφῆτις. Οἱ παλαιότεροι ἀναγνωρίζουσι μόνον μίαν Σίβυλλαν (ἐπειδὴ τὸ Σίβυλλαι καὶ Βάκιδες, Ἀριστ. Πρβλ. 30. 1, 19, προδήλως δὲν δύνανται νὰ θεωρηθῇ ὡς ἐξαίρεσις). Ὡς τόπος αὐτῆς ὡρίζοντο αἱ Ἐρυθραὶ ἢ ἡ Κύμη, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 95, Σχόλ. εἰς Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· βραδύτερον γίνεται λόγος περὶ πολλῶν Σιβυλλῶν, οὕτως ἡ Δελφική, ἡ Σαμία, κτλ., πρβλ. Σαλμάσ. εἰς Σολιν. σ. 75 κἑξ., Ἀλεξάνδρου Χρησμ. Σιβυλλ. Ἐκδρ. 1, σ. 98 κἑξ. ― Ἐν. Ἀττ. Ἐπιγρ. ἀπὸ τοῦ 320 π. Χ. φέρεται καὶ Σίβιλλα. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 61.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και Σίβιλλα Α
(στην αρχαιότητα) γυναίκα η οποία σε κατάσταση έκστασης προέλεγε, κατά τρόπο αυθόρμητο και χωρίς να ερωτηθεί, όσα επρόκειτο να συμβούν στο μέλλον («απ' τών Ρωμαίων τα ιερά... οι Σίβυλλες / σπαράζανε στον τρίποδα να πούνε ένα χρησμό», Άγγ. Σικελιανός)
νεοελλ.
μτφ. άτομο μυστηριώδες, αινιγματικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Greek Monotonic
Σίβυλλα: ἡ, Σίβυλλα, προφήτης που ανήγγελλε ή διερμήνευε τη βούληση των θεών· έδρα της θεωρούντο οι Ερυθραί ή η Κύμη, σε Αριστοφ., Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
ης
Grammatical information: f.
Meaning: Sibylla, name of a prophetess from Asia Minor (Heraclit., Ar., Pl. a.o.; cf. Nilsson Gr. Rel. I2 561 a. 620, v. Wilamowitz Glaube 2, 34 n. 1).
Other forms: (-ιλλα Att. inscr. IVa; Schwyzer 256).
Derivatives: σιβύλλ-ειος sibylline, τὰ -εια the sibyll. books (D. H., Plu. a. o.), -ιακός id. (D. S.), -ιστής m. sibylline seer (Plu. a. o.), -ιάω to long for the S., to be addicted to oracles (Ar. Eq. 61), -αίνω to announce like the S. (D. S.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Etymology unknown; unfounded hypotheses of Hrozný Geschichte Vorderasiens (1940) 144 (to Accad. sîbu old); of Carnoy Ant. class. 24, 23. Cf. also Güntert Götter und Geister 32 n. (non-Greek). -- The word is clearly Pre-Greek.
Middle Liddell
Σίβυλλα, ἡ,
a Sibyl, prophetess, Ar., Plat. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
Σίβυλλα: -ης
{Síbulla}
Forms: (-ιλλα att. Inschr. IVa; Schwyzer 256)
Grammar: f.
Meaning: Sibylla, N. einer Seherin kleinasiat. Ursprungs (Heraklit., Ar., Pl. u.a.; vgl. Nilsson Gr. Rel. I2 561 u. 620, v. Wilamowitz Glaube 2, 34 A. 1).
Derivative: Davon σιβύλλειος sibyllinisch, τὰ -εια ‘die sibyll. Bücher’ (D. H., Plu. u. a.), -ιακός ib. (D. S.), -ιστής m. sibyllinischer Seher (Plu. u. a.), -ιάω ‘nach der S. verlangen, orakelsüchtig sein’ (Ar. Eq. 61), -αίνω ‘wie die S. verkünden’ (D. S.).
Etymology : Etymologie unbekannt; unbegründete Hypothesen von Hrozný Geschichte Vorderasiens (1940) 144 (zu akkad. sîbu alt); von Carnoy Ant. class. 24, 23. Vgl. noch Güntert Götter und Geister 32 A. (nichtgriechisch).
Page 2,700