ταλασία: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
m (Text replacement - ">" to ">")
(2b)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰλᾰσία, ἡ,<br />[[wool]]-[[spinning]], Xen., etc.
|mdlsjtxt=τᾰλᾰσία, ἡ,<br />[[wool]]-[[spinning]], Xen., etc.
}}
{{FriskDe
|ftr='''ταλασία''': {talasía}<br />'''Forms''': myk. ''ta''-''ra''-''si''-''ja''?<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Wollarbeit]], [[Wollspinnerei]] (Pl. ''Lg''., X., Ph., Plu.);<br />'''Composita''' : Als Vorderglied in [[ταλασιουργός]] f. [[Wollspinnerin]] (Pl. ''Ion'', Trypho ap. Ath.) mit -ικός (Pl. ''Plt''., X.; Chantraine Études 137), -ία f. (Pl. Plt. u.a.), -έω (X., D. S., Luk.) nach [[δημιουργός]], -ικός, -ία, -έω.<br />'''Derivative''': Davon [[ταλάσιος]] (-α ἔργα) [[auf die Wollspinnerei bezüglich]] (X.), -ήϊα ἔργα (A. R., Nonn.; nach πολεμήϊα ἔργα); ταλάσια· τὰ ἔρια H.<br />'''Etymology''' : Als Vorbild von [[ταλασία]] hat zunächst [[ἐργασία]] gedient, vgl. Pl. ''Ion'' 540 c ἀλλ’ [[οἷα]] γυναικὶ πρέποντά ἐστιν [[εἰπεῖν]] ταλασιουργῳ̃ περὶ ἐρίων ἐργασίας. Nach ἐργάσασθαι : [[ἐργασία]], γυμνάσασθαι : [[γυμνασία]], δοκιμάσαι : [[δοκιμασία]] usw. (Schwyzer 469) trat zu ταλάσ(σ)αι [[ταλασία]]; ein vermittelndes *ταλάτης (Solmsen IF 31, 503 ff.) ist entbehrlich. Als (unbelegte) Bed. von ταλάσ(σ)αι kommt zunächst [[wiegen]] in Betracht wie in τάλαντα; somit wäre [[ταλασία]] eig. *’das Zuwiegen’, wie lat. ''pensum'' ‘(zugewogene) Wolle, Wollarbeit, weibliche Tagesarbeit’. Anders Solmsen a. O.: *ταλάτης eig. [[wer mühevolle Arbeit zu ertragen hat]]; vgl. russ. ''stradátь'' [[leiden]], dial. [[ernten]], ''stradá'' [[schwere Arbeit]], [[Erntearbeit]].<br />'''Page''' 2,848
}}
}}

Revision as of 15:55, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλᾰσία Medium diacritics: ταλασία Low diacritics: ταλασία Capitals: ΤΑΛΑΣΙΑ
Transliteration A: talasía Transliteration B: talasia Transliteration C: talasia Beta Code: talasi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A wool-spinning, = ταλασιουργία, Pl.Lg.805e, X.Mem.3.9.11, Oec.7.41, Ph.2.328 (pl.), Plu.Rom.15, etc.

German (Pape)

[Seite 1065] ἡ, das Wollespinnen, die Wollspinnerei; Plat. Legg. VII, 805 e; Xen. Mem. 3, 9, 11 (s. ταλασιουργία); wahrscheinlich mit τάλαντον zusammenhangend, weil die Wolle zum Spinnen den Arbeitern zugewogen wurde; Andere denken an τάλαρος.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλᾰσία: ἡ, τὸ κλώθειν ἔρια, = ταλασιουργία, Πλάτ. Νόμ. 805Ε, Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 11, Οἰκ. 7. 41, Πλούτ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
travail avec la laine, métier de fileuse.
Étymologie: τλῆναι.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ταλασιουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ταλασία, κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από τον τ. τάλαντον ως εξής: τάλαντον > ταλαντία > ταλανσία (με συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι-, πρβλ. δημόσιος < δημότιος) > ταλασία (με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος -νσ-). Το -ατού τ. ταλ-α-σία είναι μάλλον βραχύ, αναλογικά προς το -ă- τών τ. γυμνάσια, εργασία και όχι μακρό, όπως θα αναμενόταν, ως αποτέλεσμα της αντέκτασης μετά από τη σίγηση του -ν-. Η λ. ταλασία, τέλος, αποτελεί τεχνικό όρο που απαντά και στη Μυκηναϊκή, στον τ. tarasija, με τη διαφορετική, όμως, σημ. «ζυγισμένη ποσότητα χαλκού που έχει δοθεί στους σιδηρουργούς» ή «ζυγισμένη ποσότητα μαλλιού που έχει δοθεί σε γυναίκες»].

Greek Monotonic

τᾰλᾰσία: ἡ, κλώσιμο μαλλιού, σε Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰλᾰσία:τλῆναι шерстопрядение Plat., Xen., Plut.

Middle Liddell

τᾰλᾰσία, ἡ,
wool-spinning, Xen., etc.

Frisk Etymology German

ταλασία: {talasía}
Forms: myk. ta-ra-si-ja?
Grammar: f.
Meaning: Wollarbeit, Wollspinnerei (Pl. Lg., X., Ph., Plu.);
Composita : Als Vorderglied in ταλασιουργός f. Wollspinnerin (Pl. Ion, Trypho ap. Ath.) mit -ικός (Pl. Plt., X.; Chantraine Études 137), -ία f. (Pl. Plt. u.a.), -έω (X., D. S., Luk.) nach δημιουργός, -ικός, -ία, -έω.
Derivative: Davon ταλάσιος (-α ἔργα) auf die Wollspinnerei bezüglich (X.), -ήϊα ἔργα (A. R., Nonn.; nach πολεμήϊα ἔργα); ταλάσια· τὰ ἔρια H.
Etymology : Als Vorbild von ταλασία hat zunächst ἐργασία gedient, vgl. Pl. Ion 540 c ἀλλ’ οἷα γυναικὶ πρέποντά ἐστιν εἰπεῖν ταλασιουργῳ̃ περὶ ἐρίων ἐργασίας. Nach ἐργάσασθαι : ἐργασία, γυμνάσασθαι : γυμνασία, δοκιμάσαι : δοκιμασία usw. (Schwyzer 469) trat zu ταλάσ(σ)αι ταλασία; ein vermittelndes *ταλάτης (Solmsen IF 31, 503 ff.) ist entbehrlich. Als (unbelegte) Bed. von ταλάσ(σ)αι kommt zunächst wiegen in Betracht wie in τάλαντα; somit wäre ταλασία eig. *’das Zuwiegen’, wie lat. pensum ‘(zugewogene) Wolle, Wollarbeit, weibliche Tagesarbeit’. Anders Solmsen a. O.: *ταλάτης eig. wer mühevolle Arbeit zu ertragen hat; vgl. russ. stradátь leiden, dial. ernten, stradá schwere Arbeit, Erntearbeit.
Page 2,848