ἴστωρ: Difference between revisions

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=istor
|Transliteration C=istor
|Beta Code=i)/stwr
|Beta Code=i)/stwr
|Definition=or ἵστωρ, Boeot. ϝίστωρ <span class="title">Schwyzer</span> 491, etc., ορος, ὁ, ἡ:— <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who knows law and right, judge</b>, ἐπὶ ἴστορι πεῖραρ ἑλέσθαι <span class="bibl">Il.18.501</span>; ἴστορα δ' Ἀτρείδην Ἀγαμέμνονα θείομεν ἄμφω <span class="bibl">23.486</span>; ϝίστορες <b class="b2">witnesses</b>, IG7.1779 (Thespiae); τῶ τεθμίω ϝίστωρ <span class="title">Schwyzer</span> 523.64 (Orchom. Boeot.); θεοὺς πάντας ἵστορας ποιεύμενος Hp.<span class="title">Jusj.</span>init., cf. <span class="bibl">Poll.8.106</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Adj. <b class="b2">knowing, learned</b>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>792</span>; <b class="b3">ἵ. τινός</b> <b class="b2">knowing</b> a thing, <b class="b2">skilled in</b> it, ᾠδῆς <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>32.2</span>; ἐγχέων <span class="bibl">B.8.44</span>; κἀγὼ τοῦδ' ἴ. ὑπερίστωρ <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>850</span> (lyr), cf. <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1431</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span>406b</span>. (From <b class="b3">ϝιδ-τωρ</b>, cf. <b class="b3">Εἴδω, οἶδα</b>: <b class="b3">ἵστωρ</b> acc. to Hdn.Gr.<span class="bibl">2.108</span>, etc.)</span>
|Definition=or ἵστωρ, Boeot. ϝίστωρ <span class="title">Schwyzer</span> 491, etc., ορος, ὁ, ἡ:— <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who knows law and right, judge</b>, ἐπὶ ἴστορι πεῖραρ ἑλέσθαι <span class="bibl">Il.18.501</span>; ἴστορα δ' Ἀτρείδην Ἀγαμέμνονα θείομεν ἄμφω <span class="bibl">23.486</span>; ϝίστορες [[witnesses]], IG7.1779 (Thespiae); τῶ τεθμίω ϝίστωρ <span class="title">Schwyzer</span> 523.64 (Orchom. Boeot.); θεοὺς πάντας ἵστορας ποιεύμενος Hp.<span class="title">Jusj.</span>init., cf. <span class="bibl">Poll.8.106</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Adj. <b class="b2">knowing, learned</b>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>792</span>; <b class="b3">ἵ. τινός</b> [[knowing]] a thing, <b class="b2">skilled in</b> it, ᾠδῆς <span class="bibl"><span class="title">h.Hom.</span>32.2</span>; ἐγχέων <span class="bibl">B.8.44</span>; κἀγὼ τοῦδ' ἴ. ὑπερίστωρ <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>850</span> (lyr), cf. <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1431</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cra.</span>406b</span>. (From <b class="b3">ϝιδ-τωρ</b>, cf. <b class="b3">Εἴδω, οἶδα</b>: <b class="b3">ἵστωρ</b> acc. to Hdn.Gr.<span class="bibl">2.108</span>, etc.)</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:35, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴστωρ Medium diacritics: ἴστωρ Low diacritics: ίστωρ Capitals: ΙΣΤΩΡ
Transliteration A: ístōr Transliteration B: istōr Transliteration C: istor Beta Code: i)/stwr

English (LSJ)

or ἵστωρ, Boeot. ϝίστωρ Schwyzer 491, etc., ορος, ὁ, ἡ:—

   A one who knows law and right, judge, ἐπὶ ἴστορι πεῖραρ ἑλέσθαι Il.18.501; ἴστορα δ' Ἀτρείδην Ἀγαμέμνονα θείομεν ἄμφω 23.486; ϝίστορες witnesses, IG7.1779 (Thespiae); τῶ τεθμίω ϝίστωρ Schwyzer 523.64 (Orchom. Boeot.); θεοὺς πάντας ἵστορας ποιεύμενος Hp.Jusj.init., cf. Poll.8.106.    II Adj. knowing, learned, Hes.Op.792; ἵ. τινός knowing a thing, skilled in it, ᾠδῆς h.Hom.32.2; ἐγχέων B.8.44; κἀγὼ τοῦδ' ἴ. ὑπερίστωρ S.El.850 (lyr), cf. E.IT1431, Pl.Cra.406b. (From ϝιδ-τωρ, cf. Εἴδω, οἶδα: ἵστωρ acc. to Hdn.Gr.2.108, etc.)

German (Pape)

[Seite 1272] ορος, ὁ (εἰδέναι), od. vielmehr nach Schol. Il. 18, 501 u. Anderen ἵστωρ zu schreiben, wofür das abgeleitete ἱστορέω spricht, der Kundige, Wissende, kundig, Hes. O. 790, ᾠδῆς H. h. 32, 2; der Augenzeuge, Zeuge, ἐπὶ ἵστορι πεῖραρ ἑλέσθαι Il. 18, 501, ἵστορα δ' Ἀτρείδην Ἀγαμέμνονα θείομεν ἄμφω 23, 846; vgl. Soph. El. 840; Lehrs de Aristarch. stud. p. 116; Schömann Att. Proceß p. 669 n. 40. – Oft bei sp. D., βίβλοι ἵστορες μύθων Antiphil. 11 (IX, 192); auch fem., Μελπομένη Ep. (IX, 505, 16). – In Prosa selten, Plat. Crat. 406 b 407 c u. Sp.

French (Bailly abrégé)

gén. ορος (ὁ, ἡ)
1 qui sait, qui connaît, gén.;
2 celui qui connaît la loi ; juge.
Étymologie: R. Ϝιδ, cf. οἶδα, ἴστωρ de *Ϝίδτωρ.

English (Autenrieth)

ορος (root ϝιδ): one who knows, judge, Il. 18.501, Il. 21.486.

Greek Monolingual

ἴστωρ και ἵστωρ ό, ἡ (Α)
1. αυτός που γνωρίζει τους νόμους και το δίκαιο, κριτής, δικαστής
2. μάρτυρας
3. ως επίθ. έμπειρος
4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἵστορες
οι διαιτητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Fίδ- τωρ (με τροπή του δ σε σ προ του οδοντικού τ) < Fιδ-, μηδενισμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας weid- «βλέπω» + κατάλ. -τωρ δηλωτική του δρώντος προσώπου. Πρόκειται για παρ. του ρ. οἶδα (πρβλ. ἰδ-εῖν < Fιδ-εῖν).
ΠΑΡ. ιστορία, ιστορώ
αρχ.
ιστόριον.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) πολυΐστωρ, φιλίστωρ
αρχ.
αΐστωρ, ανίστωρ, επιίστωρ, νομοΐστωρ, προΐστωρ, συνίστωρ, φιλοΐστωρ.

Greek Monotonic

ἴστωρ: ή ἵστωρ, -ορος, ὁ, ἡ (οἶδα
I. σοφός άνδρας, αυτός που γνωρίζει το δίκαιο, δικαστής, κριτής, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ως επίθ., γνώστης, ειδήμων, σε Ησίοδ.· ἵστωρ τινός, γνώστης κάποιου πράγματος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἴστωρ:
I и ἵστωρ, ορος adj. знающий, сведущий (φώς Hes.): ἵστορες ᾠδῆς HH искусные в песнопениях (Музы); κἀγὼ τοῦδ᾽ ἴ. ὑπερίστωρ Soph. да я сама это отлично знаю; ἀρετῆς ἴ. Plat. испытанная в добродетели (= Ἄρτεμις); αἱ τῶνδε ἴστορες βουλευμάτων Eur. участницы этого заговора.
II и ἵστωρ, ορος ὁ сведущий в законах, судья: ἱέσθην ἐπὶ ἴστορι πεῖραρ ἑλέσθαι Hom. оба (тяжущихся) пришли к судье, чтобы положить конец (тяжбе); ἴστορα Ἀγαμέμνονα θείομεν Hom. судьей (между нами) изберем Агамемнона.