κράση: Difference between revisions
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM κρᾱσις, -εως, Α ιων. τ. [[κρήσις]])<br /><b>1.</b> [[ανάμιξη]] ή [[συνένωση]], [[σύνθεση]] δύο ή περισσότερων πραγμάτων, από την οποία προκύπτει νέο σύνθετο [[πράγμα]] που έχει τις ιδιότητες τών συνθετικών του (α. «[[κράση]] μετάλλων» β. «κρᾱσις ἡ τοῦ οἴνου πρὸς τὸ [[ὕδωρ]]», <b>Ευστ.</b><br />γ. «τὴν δευτέραν γε κρᾱσιν ἥρωσιν [[νέμω]]», <b>Αισχύλ.</b><br />δ. «χρωμάτων ἀκριβῆ τὴν κρᾱσιν... ποιήσασθαι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> η ιδιαίτερη [[φυσική]] [[διάθεση]] [[κάθε]] ανθρώπου, η [[ιδιοσυγκρασία]] και η [[ιδιοσυστασία]] (α. «έχει γερή [[κράση]]» β. «[[είναι]] μελαγχολική [[κράση]]» γ. «κρᾱσις σώματος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> η [[συγχώνευση]] του ληκτικού φωνήεντος ή της ληκτικής διφθόγγου μιας λέξης με το αρκτικό [[φωνήεν]] ή την αρκτική δίφθογγο της επομένης σε ένα μακρό [[φωνήεν]] ή σε μια δίφθογγο με τρόπο ώστε από τις δύο λέξεις [[μετά]] την [[κράση]] να δημιουργείται μόνο μία, π.χ. τὸ <i>ἐλάχιστον</i> - [[τοὐλάχιστον]], ὁ [[ἀνήρ]] - <i>ἁνήρ</i>, <i>τοι ἄρα</i> - [[τἆρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κατάσταση]], η [[θερμοκρασία]] του αέρα («κρᾱσιν ὑγρὰν οὐκ ἔχων [[αἰθήρ]]», <b> | |mltxt=η (AM κρᾱσις, -εως, Α ιων. τ. [[κρήσις]])<br /><b>1.</b> [[ανάμιξη]] ή [[συνένωση]], [[σύνθεση]] δύο ή περισσότερων πραγμάτων, από την οποία προκύπτει νέο σύνθετο [[πράγμα]] που έχει τις ιδιότητες τών συνθετικών του (α. «[[κράση]] μετάλλων» β. «κρᾱσις ἡ τοῦ οἴνου πρὸς τὸ [[ὕδωρ]]», <b>Ευστ.</b><br />γ. «τὴν δευτέραν γε κρᾱσιν ἥρωσιν [[νέμω]]», <b>Αισχύλ.</b><br />δ. «χρωμάτων ἀκριβῆ τὴν κρᾱσιν... ποιήσασθαι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> η ιδιαίτερη [[φυσική]] [[διάθεση]] [[κάθε]] ανθρώπου, η [[ιδιοσυγκρασία]] και η [[ιδιοσυστασία]] (α. «έχει γερή [[κράση]]» β. «[[είναι]] μελαγχολική [[κράση]]» γ. «κρᾱσις σώματος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> η [[συγχώνευση]] του ληκτικού φωνήεντος ή της ληκτικής διφθόγγου μιας λέξης με το αρκτικό [[φωνήεν]] ή την αρκτική δίφθογγο της επομένης σε ένα μακρό [[φωνήεν]] ή σε μια δίφθογγο με τρόπο ώστε από τις δύο λέξεις [[μετά]] την [[κράση]] να δημιουργείται μόνο μία, π.χ. τὸ <i>ἐλάχιστον</i> - [[τοὐλάχιστον]], ὁ [[ἀνήρ]] - <i>ἁνήρ</i>, <i>τοι ἄρα</i> - [[τἆρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κατάσταση]], η [[θερμοκρασία]] του αέρα («κρᾱσιν ὑγρὰν οὐκ ἔχων [[αἰθήρ]]», <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συνδυασμός]], [[ένωση]] («μουσικῆς καὶ γυμναστικῆς κρᾱσις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἡ κρῆσις τῶν ὡρέων» — το εύκρατο [[κλίμα]] <b>(Ιπποκρ.)</b><br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> η [[συναίρεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κρᾱ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐ</i>-<i>κρά</i>-<i>θην</i>, παθ. αόρ. του [[κεράννυμι]]), που εμφανίζει μηδενισμένη (στο α' [[φωνήεν]]) και απαθή [[βαθμίδα]] (στο β' [[φωνήεν]]) της δισύλλαβης ΙΕ ρίζας <i>ker</i><i>ā</i>- «[[αναμιγνύω]]» (<b>βλ.</b> και [[κεράννυμι]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>σις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θλά</i>-<i>σις</i>, <i>κλά</i>-<i>σις</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:55, 28 March 2021
Greek Monolingual
η (AM κρᾱσις, -εως, Α ιων. τ. κρήσις)
1. ανάμιξη ή συνένωση, σύνθεση δύο ή περισσότερων πραγμάτων, από την οποία προκύπτει νέο σύνθετο πράγμα που έχει τις ιδιότητες τών συνθετικών του (α. «κράση μετάλλων» β. «κρᾱσις ἡ τοῦ οἴνου πρὸς τὸ ὕδωρ», Ευστ.
γ. «τὴν δευτέραν γε κρᾱσιν ἥρωσιν νέμω», Αισχύλ.
δ. «χρωμάτων ἀκριβῆ τὴν κρᾱσιν... ποιήσασθαι», Λουκιαν.)
2. η ιδιαίτερη φυσική διάθεση κάθε ανθρώπου, η ιδιοσυγκρασία και η ιδιοσυστασία (α. «έχει γερή κράση» β. «είναι μελαγχολική κράση» γ. «κρᾱσις σώματος», Αριστοτ.)
3. γραμμ. η συγχώνευση του ληκτικού φωνήεντος ή της ληκτικής διφθόγγου μιας λέξης με το αρκτικό φωνήεν ή την αρκτική δίφθογγο της επομένης σε ένα μακρό φωνήεν ή σε μια δίφθογγο με τρόπο ώστε από τις δύο λέξεις μετά την κράση να δημιουργείται μόνο μία, π.χ. τὸ ἐλάχιστον - τοὐλάχιστον, ὁ ἀνήρ - ἁνήρ, τοι ἄρα - τἆρα
αρχ.
1. η κατάσταση, η θερμοκρασία του αέρα («κρᾱσιν ὑγρὰν οὐκ ἔχων αἰθήρ», Πολυδ.)
2. συνδυασμός, ένωση («μουσικῆς καὶ γυμναστικῆς κρᾱσις», Πλάτ.)
3. φρ. «ἡ κρῆσις τῶν ὡρέων» — το εύκρατο κλίμα (Ιπποκρ.)
4. γραμμ. η συναίρεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρᾱ- (πρβλ. ἐ-κρά-θην, παθ. αόρ. του κεράννυμι), που εμφανίζει μηδενισμένη (στο α' φωνήεν) και απαθή βαθμίδα (στο β' φωνήεν) της δισύλλαβης ΙΕ ρίζας kerā- «αναμιγνύω» (βλ. και κεράννυμι) + επίθημα -σις (πρβλ. θλά-σις, κλά-σις)].