πιστώνω: Difference between revisions

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=πιστῶ, -όω, ΝΑ [[πιστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον χρήματα ή του [[προμηθεύω]] εμπορεύματα επί πιστώσει, [[ανοίγω]] [[πίστωση]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[καταχωρίζω]] στα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και σε όφελος του προσωπικού λογαριασμού κάποιου χρηματικό [[ποσό]] οφειλόμενο στον πελάτη αυτόν από την [[επιχείρηση]] που ενεργεί την [[πίστωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] κάποιον αξιόπιστο με όρκους («πιστώσαντες αὐτὸν τοῑς ὅρκοις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω την [[πεποίθηση]], [[πιστεύω]]<br /><b>3.</b> [[πιστοποιώ]], [[επιβεβαιώνω]] [[κάτι]], [[εγγυώμαι]] για [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>πιστοῦμαι</i>, -<i>οομαι</i><br />(για συμβαλλομένους) [[ανταλλάσσω]] διαβεβαιώσεις («χεῑρός τ' [[ἀλλήλων]] λαβέτην καὶ πιστώσαντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> καθίσταμαι, [[γίνομαι]] [[αξιόπιστος]], [[παρέχω]] [[εγγύηση]] ή [[βεβαίωση]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ὅρκῳ πιστοῦμαί τινι» — δεσμεύομαι [[απέναντι]] σε κάποιον με όρκο<br />β) «πιστοῦμαί τινα ὑφ' ὅρκου» — [[εξασφαλίζω]] την [[εντιμότητα]] ή την [[ειλικρίνεια]] κάποιου με όρκο<br />γ) «πιστοῦμαί τι» — έχω [[πεποίθηση]], [[πιστεύω]] σε [[κάτι]].
|mltxt=πιστῶ, -όω, ΝΑ [[πιστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε κάποιον χρήματα ή του [[προμηθεύω]] εμπορεύματα επί πιστώσει, [[ανοίγω]] [[πίστωση]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> [[καταχωρίζω]] στα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και σε όφελος του προσωπικού λογαριασμού κάποιου χρηματικό [[ποσό]] οφειλόμενο στον πελάτη αυτόν από την [[επιχείρηση]] που ενεργεί την [[πίστωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] κάποιον αξιόπιστο με όρκους («πιστώσαντες αὐτὸν τοῖς ὅρκοις», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω την [[πεποίθηση]], [[πιστεύω]]<br /><b>3.</b> [[πιστοποιώ]], [[επιβεβαιώνω]] [[κάτι]], [[εγγυώμαι]] για [[κάτι]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>πιστοῦμαι</i>, -<i>οομαι</i><br />(για συμβαλλομένους) [[ανταλλάσσω]] διαβεβαιώσεις («χεῑρός τ' [[ἀλλήλων]] λαβέτην καὶ πιστώσαντο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> καθίσταμαι, [[γίνομαι]] [[αξιόπιστος]], [[παρέχω]] [[εγγύηση]] ή [[βεβαίωση]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ὅρκῳ πιστοῦμαί τινι» — δεσμεύομαι [[απέναντι]] σε κάποιον με όρκο<br />β) «πιστοῦμαί τινα ὑφ' ὅρκου» — [[εξασφαλίζω]] την [[εντιμότητα]] ή την [[ειλικρίνεια]] κάποιου με όρκο<br />γ) «πιστοῦμαί τι» — έχω [[πεποίθηση]], [[πιστεύω]] σε [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 18:03, 25 March 2021

Greek Monolingual

πιστῶ, -όω, ΝΑ πιστός
νεοελλ.
1. δίνω σε κάποιον χρήματα ή του προμηθεύω εμπορεύματα επί πιστώσει, ανοίγω πίστωση σε κάποιον
2. καταχωρίζω στα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και σε όφελος του προσωπικού λογαριασμού κάποιου χρηματικό ποσό οφειλόμενο στον πελάτη αυτόν από την επιχείρηση που ενεργεί την πίστωση
αρχ.
1. καθιστώ κάποιον αξιόπιστο με όρκους («πιστώσαντες αὐτὸν τοῖς ὅρκοις», Θουκ.)
2. έχω την πεποίθηση, πιστεύω
3. πιστοποιώ, επιβεβαιώνω κάτι, εγγυώμαι για κάτι
4. μέσ. πιστοῦμαι, -οομαι
(για συμβαλλομένους) ανταλλάσσω διαβεβαιώσεις («χεῑρός τ' ἀλλήλων λαβέτην καὶ πιστώσαντο», Ομ. Ιλ.)
5. παθ. καθίσταμαι, γίνομαι αξιόπιστος, παρέχω εγγύηση ή βεβαίωση
6. φρ. α) «ὅρκῳ πιστοῦμαί τινι» — δεσμεύομαι απέναντι σε κάποιον με όρκο
β) «πιστοῦμαί τινα ὑφ' ὅρκου» — εξασφαλίζω την εντιμότητα ή την ειλικρίνεια κάποιου με όρκο
γ) «πιστοῦμαί τι» — έχω πεποίθηση, πιστεύω σε κάτι.